Η γενική κατάσταση (ίσον ζόφος) Οι καιροί ξεκαθαρίζουν αδέρφια! Έπειτα από δέκα μήνες καραντίνας και έκτακτης ανάγκης, τα πραγματικά αποτελέσματα «όλων των αναγκαίων μέτρων», είναι πλέον ξεκάθαρα. Και είναι τα εξής: Οι μισθοί πήγαν στο διάολο – μαζί και το σύνολο της ζωής μας. Όσοι έμειναν άνεργοι κλείστηκαν σπίτι υποχρεωτικά. Όσοι δεν έμειναν άνεργοι, το ίδιο. Εκτός από όταν δουλεύουν. Επιτρέπεται να υπάρχουμε μόνο για όσο δουλεύουμε και καταναλώνουμε. Αυτά τα κατορθώματα υποστηρίζονται από γενική υποκρισία, μόνιμη αστυνομική επιτήρηση και αισθήματα παράνοιας. Και μην το ξεχάσουμε: από μια απόκοσμη υποχρεωτική μεταμφίεση. Αυτά που ζούμε χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή σκληρότητα. Γιατί δεν είναι διαχείριση ιού. Είναι η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι το κράτος που διαχειρίζεται τα τομάρια μας προς όφελος των αφεντικών μας. Είναι φασισμός χωρίς σβάστικα. Είναι ταξικός πόλεμος.
Απέναντι στο ζόφο πιάνουμε πλατείες – και πάλι καλά να λέτε! Και ενώ τα πράγματα είναι έτσι σκατά, εμείς πιάνουμε πλατείες. Σας το λέμε σαν άνθρωποι που δεκαπέντε χρόνια κυκλοφορούν συνεννοημένα στην Αθήνα, και δεκαπέντε χρόνια μαθαίνουν όλοι μαζί από τα παγκάκια της: σε όποια γειτονιά της εργατικής τάξης κι αν κοιτάξεις, σε όποια χαραμάδα των μπετών αυτής της πόλης κι αν χωθείς, θα βρεις μαζεμένους τους ίδιους άντρες και γυναίκες, τα ίδια κορίτσια και αγόρια. Και ξεχωρίζουμε αδέρφια, βγάζουμε μάτι! Ξεχωρίζουμε από τις αφραγκιές μας. Ξεχωρίζουμε από το ντύσιμο, από τις μουσικές που ακούμε, από το ύφος στα μούτρα μας, από τις μάσκες στην τσέπη για όταν χρειαστούν. Ξεχωρίζουμε και μας ξεχωρίζουν. Μας ξεχωρίζουν οι ρουφιάνοι που μας στραβοκοιτάνε, όπως μας στραβοκοίταζαν κι από τα πριν. Μας ξεχωρίζουν κι οι μπάτσοι, όταν αποφασίζουν ποιοι θα φάνε το πρόστιμο και ποιοι όχι: «Εσύ φοράς γυαλιά, καλός μαθητής φαίνεσαι» – το ακούσαμε στην Πετρούπολη. «Α, εσύ είσαι Αλβανός, τελικά δε θα σου τη χαρίσω» – το ακούσαμε στην Καλλιθέα. Μας ξεχωρίζει αυτή η κοινωνία: είμαστε η εργατική τάξη, ακριβώς αυτοί και αυτές που βρίσκονται στο στόχαστρο των «υγειονομικών μέτρων». Όλοι εμείς, η εργατική τάξη, οι «κακές μαθήτριες», οι «Αλβανοί», οι «τι δουλειά έχεις εσύ εδώ», οι χωρίς λεφτά και με βρώμικη μάσκα στην τσέπη, έχουμε ένστικτο. Το ένστικτο προκύπτει από τη μεταχείρισή μας. Από αυτά που πάθαμε και από αυτά που παθαίνουμε. Αυτό το ένστικτο μας οδηγεί σε παλιά και καινούρια λημέρια: σε πλατείες που ήταν δικές μας από τα πριν. Σε σχολεία που έκλεισαν, αλλά τα ξέρουμε σαν τις τσέπες μας. Σε σκαλάκια και ρέματα-ζούγκλες, εκεί που οι μηχανές των μπάτσων δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν. Σε σκοτάδια, εκεί που το μάτι του ρουφιάνου δε βλέπει. Το ένστικτό μας, αδέρφια, είναι καλός οδηγός. Πιάνουμε τις χαραμάδες των μπετών, και ταυτόχρονα διεκδικούμε. Διεκδικούμε την παρουσία στο δημόσιο χώρο. Τον έλεγχο της πόλης. Την επικοινωνία αναμεταξύ μας. Τη συνειδητοποίηση ότι τα ζόρια της καθεμιάς αφορούν και άλλους. Από ένστικτο δηλαδή, διεκδικούμε ακριβώς αυτά που το κράτος, τα αφεντικά και η αστυνομία τους προσπαθούν να μας στερήσουν. Γι’ αυτό και όποια χαραμάδα κι αν κοιτάξεις, ξεπεταγόμαστε φάντης μπαστούνι. Πιάνουμε πλατείες – έχουμε πάρει μυρωδιά τι μας συμβαίνει. Πιάνουμε πλατείες – είναι μήνυμα στο 1312.
Τι λείπει από τις πλατείες Σας το λέμε όμως για να το ξέρετε: αυτό που πρώτα και κύρια προσπαθούν να μας στερήσουν το κράτος, τα αφεντικά και οι ρουφιάνοι τους, είναι η δυνατότητα να σκεφτόμαστε όλοι μαζί ποια είναι η κατάστασή μας. Η δυνατότητα να κανονίζουμε όλες μαζί τι σκατά να κάνουμε για την κατάστασή μας. Αυτές οι δυνατότητες (να σκεφτόμαστε όλοι μαζί και να πράττουμε όλες μαζί), παλιά είχαν το όνομα «πολιτική». Αυτή η λέξη μαζεύει την κακιά της φήμη εδώ και δεκαετίες, συνήθως δικαιολογημένα. Οπότε να το εξηγήσουμε: λέμε «πολιτική» και εννοούμε τρόπους να ακούμε ο ένας τον άλλο – τρόπους να μην πλακωνόμαστε – τρόπους να συνεννοούμαστε – τρόπους να αποφασίζουμε – τρόπους να πράττουμε όλοι και όλες μαζί. Αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Αυτό είναι που μας λείπει. Η έλλειψη είναι προφανής. Την καταλαβαίνουν μια χαρά οι μπάτσοι. Γι’ αυτό και καταφτάνουν στις χαραμάδες μας με δύο πρόσωπα. Το ένα πρόσωπο είναι τίγκα «κατανόηση»: «ρε παιδιά, εμείς σας αγαπάμε, σόρυ που σας τη χαλάμε, αλλά διαλυθείτε, πιείτε και κάνα μπάφο εδώ από πίσω, δεν πειράζει» (το ακούσαμε στο Περιστέρι). Το άλλο πρόσωπο είναι σκληρό, ψάχνει τους ψύλλους με το φακό, ρίχνει πρόστιμα και αυτόφωρα σε ανηλίκους (όπως έγινε πρόσφατα στο Βύρωνα). Τα δύο πρόσωπα των μπάτσων συνεργάζονται αρμονικά, γιατί εκμεταλλεύονται την έλλειψη που λέγαμε. Οι μπάτσοι ξέρουν ότι απευθύνονται σε ανθρώπους που δεν μπορούν να συνεννοηθούν… ούτε καν για το τι σκατά είναι οι μπάτσοι! Και εκμεταλλεύονται αυτή τη συνθήκη για να προκαλέσουν σύγχυση, ακόμη και για να αναζητήσουν πρόθυμους ρουφιάνους ανάμεσά μας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η φίμωση, η απομόνωση, και τελικά η απουσία κάθε αντίδρασης σε προσταγές που, κάτι μήνες πριν, θα φαίνονταν εντελώς άνω ποταμών. Η ίδια έλλειψη είναι προφανής αναμεταξύ μας. Σε κάθε πλατεία που τρώει το ευγενικό ή βλοσυρό πέσιμο της αστυνομίας, θα δούμε την ίδια συμπεριφορά: δεκάδες αποχωρούν σιωπηλά, γιατί αποχωρούν ο καθένας μόνος του. Και πάντα απομένουν καναδυο γκρινιάρηδες που κοροϊδεύουν αυτούς που φεύγουν: «ναι, ναι, φύγετε, τρέχτε να δούμε τι θα καταλάβετε». Τόσο αυτοί που αποχωρούν όσο και αυτοί που γκρινιάζουν, βασανίζονται από την ίδια έλλειψη: την αδυναμία να σκεφτούμε όλοι μαζί και να σχεδιάσουμε όλες μαζί. Οι μεν την κάνουν ατομικό φόβο, οι δε την κάνουν άσκοπη γκρίνια στο κενό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο για όλους. Το πιο διδακτικό όμως, είναι ο τρόπος με τον οποίο η ίδια έλλειψη αντηχεί και στους μύθους μας. «Ρε αφού μαζευόμαστε τόσοι, γιατί δε γίνεται τίποτα;» – «Πού είναι το μπάχαλο ρε;» – «Πότε θα γίνει, ρε;». Αυτά ακούμε στις χαραμάδες μας, από τα Δυτικά ως τα Ανατολικά, από τα Βόρεια ως τα Νότια της πόλης. Ε, σόρυ που θα σας πούμε το μυστικό, αλλά μας φαίνεται πως έχουμε το δικαίωμα, σαν άνθρωποι που το παλεύουν με αυτά τα πράγματα για πάνω από μια δεκαετία: το «μπάχαλο», αδέρφια, ήτανε για να το πετάς στα σκουπίδια και να φεύγουν τα σκουπίδια μη και χαλάσει η φήμη τους. Το «μπάχαλο» ήτανε μια ζωή σχεδιασμένο από τους αριστερούς που αποζητούσαν μια βίαιη ουρά για τις μαλακίες τους. Από τα «εκπαιδευτικά», που στην πραγματικότητα ήταν πορείες των καθηγητών, μέχρι «τις εργατικές πορείες», που στην πραγματικότητα ήταν πορείες της ΓΣΕΕ, εμείς βάζαμε την αγριάδα και οι αριστεροί βάζανε αυτό που τώρα μας λείπει -την πολιτική: δηλαδή μάς έλεγαν πώς να καταλαβαίνουμε τον κόσμο και μάς έλεγαν τι ακριβώς να κάνουμε, πού και πότε να το κάνουμε. Όσο για το ποιο απ’ τα δύο μετρούσε περισσότερο; Τώρα πια, δεν είναι και κάνα κουίζ για δυνατούς λύτες: από τον Μάρτη και μετά, οι «αριστεροί» νοιάζονται όλο και λιγότερο για το πόσο ρουφιάνοι φαίνονται. Όλα τα προσχήματα καταρρέουν. Τα «μέτρα» επιβάλλονται από «δεξιούς» και «αριστερούς» παρέα. Και κοίτα να δεις που, όχι ρε, μπάχαλο γιοκ, κι ας «μαζευόμαστε τόσοι» κι άλλοι τόσοι. Κοίτα να δεις που, όχι ρε μάγκα, «δε θα γίνει»! «Δε θα γίνει», γιατί αναθέσαμε τη δυνατότητα συνεννόησης, συλλογικής σκέψης και πράξης στους αριστερούς. Κι αυτοί την είπανε «πολιτική» – και την ξεφτίλισαν όσο τραβούσε η καρδιά τους, η ρουφιανιά τους κι ο κρατισμός τους. Όχι λοιπόν αδέρφια, «δεν γίνεται» να περιμένουμε «τα πράγματα» να συμβούν από μόνα τους. Ειδικά όταν επιλέξαμε να παραχωρήσουμε τη δυνατότητα συλλογικής σκέψης και πράξης σε «ειδικούς» και να παριστάνουμε ότι δεν το καταλάβαμε. Σόρυ κιόλας, αλλά κάποιος έπρεπε να πει τι σκατά μας λείπει. Και –τι να κάνουμε;- αυτό είναι που μας λείπει.
Πού να βρούμε αυτό που λείπει από τις πλατείες Εμείς που γράψαμε και μοιράζουμε αυτή την προκήρυξη, αποκαλούμε τον εαυτό μας athens antifa. Είμαστε οι antifa ομάδες της πόλης. Είμαστε αντιφασίστες. Αρχίσαμε να υπάρχουμε το 2004, με αφορμή ένα γενικό πογκρόμ ενάντια στους Αλβανούς μετανάστες. Καταλάβαμε για τα καλά τον κόσμο μας από το 2010 και μετά, όταν ήρθαμε αντιμέτωποι με την ανάδυση της «οικονομικής κρίσης» και της «Χρυσής Αυγής». Μετράμε δηλαδή πάνω από δεκαπέντε χρόνια που μαζεύουμε πρακτική γνώση από αυτή την πόλη, από τις πλατείες και τους δρόμους της, από την πολιτική της. Αυτά που λέμε από πάνω, για το κράτος, για τον φασισμό, για τον ιό, για τους αριστερούς, για τα μπάχαλα, για την πάρτη μας, είναι αυτά που έχουμε καταλάβει τόσα χρόνια. Αλλά η γνώση που μαζέψαμε δεν είναι μόνο αυτά. Ταυτόχρονα, ανακαλύψαμε τρόπους να σκεφτόμαστε, να αποφασίζουμε και να πράττουμε όλοι και όλες μαζί. Μάθαμε δηλαδή να κάνουμε πολιτική – πολιτική αυτόνομη από το κράτος και την αριστερά του. Δεν είμαστε σκέτοι αντιφασίστες – είμαστε αυτόνομοι αντιφασίστες, και αυτό το «αυτόνομοι» μας φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικό. Από την πρώτη καραντίνα και μετά, αυτή η προσήλωση στον αντιφασισμό και την αυτονομία, έχει δείξει τα ωφέλη της. Μπορεί και να είδατε κάποια από αυτά. Σήμερα, δεκαέξι χρόνια από την πρώτη μας εμφάνιση, είμαστε σε θέση να καταλαβαίνουμε στοιχειωδώς τι μας συμβαίνει, δίχως τη βοήθεια μορφωμένων αριστερών καθηγητών. Είμαστε σε θέση να οργανώνουμε διαδηλώσεις δίχως να περιμένουμε το ΟΚ από τον Σύριζα. Αποφασίζουμε τι να λέμε και τι να κάνουμε, πολλοί και πολλές μαζί, χωρίς να σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας. Αποφασίζουμε αυτόνομα. Οι τρόποι με τους οποίους καταφέρνουμε να είμαστε αυτόνομοι, είναι μεγάλη ιστορία. Από αυτή την ιστορία θα σας πούμε μόνο το εξής: είμαστε οργανωμένοι σε αυτόνομες antifa ομάδες ανά γειτονιά. Αυτές οι ομάδες συνεννοούνται όλες μαζί, αλλά έχουν η κάθεμια τη δική της ζωή και δράση. Χάρη σε αυτές τις ομάδες καταφέραμε να μην το βουλώσουμε όταν όλοι μας έλεγαν να το βουλώσουμε. Έτσι καταφέρνουμε να γράφουμε προκηρύξεις που δεν θα γράφονταν χωρίς εμάς. Έτσι βάζουμε τους τοίχους να μιλάνε για πάρτη μας. Έτσι μετατρέψαμε το «antifa» σε λέξη της καθημερινής γλώσσας. Έτσι καταφέρνουμε να οργανώνουμε διαδηλώσεις σαν κι αυτές που βλέπετε να διοργανώνονται μπροστά σας. Έτσι καταφέρνουμε να είμαστε αντιφασίστες, αντικρατιστές και αντικαπιταλιστές χωρίς να είμαστε αριστεροί. Έτσι βρήκαμε αυτό που μας λείπει. Νομίζουμε ότι όποια έχει δύσπνοιες με τους μπάτσους και τις προσταγές τους, όποιος αναρωτιέται «πότε θα γίνει», όποια καταθλίβεται που τα λεφτά και μαζί οι ώρες δεν φτάνουν ούτε για ζήτω, θα πρέπει να κοιτάξει να έρθει σε επαφή με μια τέτοια αυτόνομη antifa ομάδα στη γειτονιά της. «Αυτόνομη ομάδα» για εμάς σημαίνει αυτό που μας λείπει – είναι τρόποι να σκεφτόμαστε και να πράττουμε πολλοί και πολλές μαζί, δίχως να περιμένουμε από τρίτους. Στην πίσω σελίδα θα βρείτε αυτές τις ομάδες. Να πούμε ότι «οι καιροί είναι δύσκολοι»; Είναι πολύ λίγο. Οι καιροί μας έχουν κατέβει από την κόλαση. Η επίθεση που δεχόμαστε είναι συνολική. Και δεν θα σταματήσει. Τουλάχιστον όμως, όλα τούτα έχουν και μια αισιόδοξη όψη. Δηλαδή: αν κοιτάζεις τον κόσμο από τις χαραμάδες μας, ποτέ δεν είναι «πολύ αργά». Τα λέμε.