Ήταν Παρασκευή γύρω στις 7.
Αν άνοιγες τυχαία την τηλεόραση κόντευες να κατουρηθείς πάνω σου.
Όλοι ήξεραν ότι θα ανακοινώνονταν νέα μέτρα, ότι η χούντα μας είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν αρκετό που μας διέταζε να κλεινόμαστε σπίτι απ’ τις 9. «Το ιικό φορτίο ήταν», λέει, «πολύ μεγάλο».
Τα κανάλια έσπερναν τον τρόμο εδώ και μια βδομάδα. Δεκάδες παραλλαγές των νέων, σκληρότερων μέτρων διαδίδονταν ως φήμες. Τα σάιτ μιλούσαν με ορολογία τελικού του τζόκερ: «Κληρώνει σήμερα τα νέα μέτρα», έγραφε η Καθημερινή. «Κορυφώνεται η αγωνία», έγραφε η Εφημερίδα των Συντακτών.
Η ανακοίνωση καθυστερούσε γιατί υποτίθεται ότι η επιτροπή των ειδικών δε μπορούσε να συμφωνήσει στο πόσο πρέπει να υποφέρουμε. Όλοι κρέμονταν απ’ το στόμα του Ν. Χαρδαλιά. Κι η υστερία μεγάλωνε.
Κι εμείς;
Εμείς είχαμε επιλέξει να γράψουμε την υστερία στα παλιά μας τα παπούτσια. Αντί να καθόμαστε σπίτι μας να βλέπουμε το Χαρδαλιά να μας κλείνει λίγο πιο βαθιά στη φυλακή και να ακούμε τους ρουφιάνους του να φωνάζουν στα κανάλια ότι όλο αυτό γίνεται για το καλό μας, εμείς αποφασίσαμε να μην παρακολουθήσουμε καν την ανακοίνωση των νέων μέτρων.
Αποφασίσαμε να μαζευτούμε σε ένα απ’ τα πάρκα μας, σ’ ένα απ’ τα μέρη που συνεχίζουν να προσφέρουν φιλοξενία στις παρέες μας παρά τις απαγορεύσεις και να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα. Να βρεθούμε όλοι και όλες μαζί, να μιλήσουμε για τα ζόρια μας, να ακούσουμε τις μουσικές μας, να συνεννοηθούμε και να διεκδικήσουμε τους δρόμους μας, τις ζωές μας και την αξιοπρέπειά μας.
Να φωνάξουμε σε κάθε ενδιαφερόμενη ότι αυτή η πόλη μπορεί να έχει βυθιστεί στις απαγορεύσεις, αλλά τουλάχιστον συνεχίζει να έχει ανθρώπους που δεν πρόκειται να κάτσουν στ’ αυγά τους και να τις δεχτούν έτσι απλά.
Να φωνάξουμε σε κάθε ρουφιάνο ότι όσα τηλέφωνα κι αν πάρει στην αστυνομία, το fbi και τα εκάμ, τα πάρκα της πόλης θα συνεχίζουν να είναι αφιλόξενα για το σινάφι τους.
Και τέλος να φωνάξουμε ένα μεγάλο «Άντε γαμήσου Χαρδαλιά».