Επειδή ετούτη εδώ είναι η μηντιακή δημοκρατία, μπορεί να μπερδευτεί κανείς και να νομίσει πως, αφού τώρα τελεταία δεν τους παίζουν τα μμε και το υπουργείο δημόσιας τάξης, οι Αλβανοί εργάτες έπαψαν να υπάρχουν. Μαλακίες βέβαια· οι Αλβανοί υπάρχουν και παραϋπάρχουν και μαζί όλοι οι μετανάστες που έφτιαξαν το “ελληνικό οικονομικό θαύμα” της δεκαετίας του ’90. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η λέξη “Αλβανοί” είναι μια ταμπέλα που κάτω της μπαίνουν όλοι αυτοί οι παλιότεροι μετανάστες εργάτες για να μην κουραζόμαστε εμείς οι έλληνες να τους ξεχωρίζουμε…
Λοιπόν, αυτοί οι “Αλβανοί” (με τη γενική έννοια) είναι κοντά ένα εκατομμύριο κόσμος. Η μοναδική τους “νομιμοποίηση” παραμένει σταθερά συνδεδεμένη με το κατά πόσο μπορούν, μέρα μπαίνει – μέρα βγαίνει, να κολλήσουν ένσημα. Είναι εδώ αρκετά χρόνια για να ξέρουν καλά τι κουμάσια είναι τα αφεντικά τους και ακόμη καλύτερα τι κουμάσια είναι οι μπάτσοι των αφεντικών τους. Έχουν μάθει να μιλάνε την περίεργη, δύσχρηστη και μάλλον φτωχή γλώσσα των αφεντικών τους και να δείχνουν κατανόηση όταν ακούνε πως στην πραγματικότητα πρόκειται για “τη γλώσσα με το μεγαλύτερο λεξιλόγιο στον κόσμο”. Στελεχώνουν τις οικοδομές και τους καθαρισμούς σε τεράστια ποσοστά. Πολλοί από αυτούς έχουν κολλήσει πάνω από μια δεκαετία ένσημα σε ό,τι σκατοδουλειά έχει ξεράσει ο υπέροχος ελληνικός καπιταλισμός.
Και εν τω μεταξύ έχουν και παιδιά. Διακόσιες χιλιάδες πιτσιρικάδες υφίστανται το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ακούμε γι’ αυτούς μόνο όταν τυχαίνει κάποιος να σηκώσει τη σημαία σε καμιά παρέλαση, οπότε και καταγγέλλεται μονότονα ως εξωεθνικό στοιχείο από τον εκάστοτε σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Αλλά δεν σηκώνουν όλοι τη σημαία. Ο κανόνας είναι πως αν όλοι αυτοί καταφέρουν να περάσουν στο Λύκειο θα πρέπει να ευγνωμονούν την τύχη τους, ενώ πολλοί αποθηκεύονται στις σχολές του ΟΑΕΔ και τα τεχνικά λύκεια. Και εν τω μεταξύ δουλεύουν από τα 15 και τα 16.
Ε, για βάλτε τα κάτω: Πάνω από ένα εκατομμύριο εργάτες και τα παιδιά τους, καταδικασμένοι να υπάρχουν μόνο για όσο δουλεύουν. Μεροκάματα της συμφοράς και ένσημα που ενώ έχουν πληρωθεί, όλοι ξέρουν πως δεν θα οδηγήσουν ποτέ σε σύνταξη. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα κανονισμένο για να τους κρατάει στον πάτο. Μπάτσοι και δικαστές με το μάτι ανοιχτό για κάθε “παρανομία”. Φυλακές γεμάτες. Εν τω μεταξύ μια γνώση της ελληνικής κοινωνίας όλο και καλύτερη, όλο και πιο μακρόχρονη, όλο και πιο συνειδητή. Και μέσα σε όλα αυτά, η καπιταλιστική κρίση να εξασφαλίζει πως όλοι αυτοί όλο και πιο δύσκολα θα βρίσκουν τα πολυπόθητα ένσημα, όλο και πιο δύσκολα θα μπορούν να συντηρούνται, όλο και πιο δύσκολα θα τη βγάζουν γενικώς.
Το αναφέραμε και στο προηγούμενο τεύχος, αλλά θα θέλαμε να σιγουρευτούμε πως το προσέξατε. Όταν ο αρχηγός της βρετανικής αστυνομίας σερ Ίαν Μπλερ επισκέφθηκε την Ελλάδα το Μάιο του 2008, έδωσε ορισμένες όχι και τόσο κοινότοπες συμβουλές στους έλληνες ομολόγους του: “Βρίσκεστε στη θέση που βρισκόμασταν πριν από 20 χρόνια και είναι βέβαιο ότι μελλοντικά θα αντιμετωπίσετε ανάλογα προβλήματα. Πρέπει να επενδύσετε στην ασφάλεια της γειτονιάς και των κοινοτήτων, μειονοτικών και μη, τα μέλη των οποίων πρέπει να πειστούν ότι ωφελούνται από τη συνεργασία τους με τις αστυνομικές υπηρεσίες”.
Δυσερμήνευτος ο χρησμός του σερ Μπλερ, ειδικά αν δεν ξέρει κανείς σε τι αναφέρεται. Μπορούμε όμως να τον πάρουμε κομμάτι κομμάτι:
“Βρίσκεστε στη θέση που βρισκόμασταν πριν από είκοσι χρόνια”· Δηλαδή με ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης που για δυο δεκαετίες έχει κρατηθεί στον πάτο του βαρελιού με το ζόρι και προορίζεται να παραμείνει εκεί για το ορατό μέλλον.
“Και είναι βέβαιο ότι μελλοντικά θα αντιμετωπίσετε ανάλογα προβλήματα”· Δηλαδή, καθώς τα χρόνια περνούν, αυτό το κομμάτι της εργατικής τάξης, εκτός από το να κάθεται στον πάτο και να βλέπει τον πάτο να βαθαίνει, είναι πιθανόν να αποκτήσει τις δικές του μορφές οργάνωσης, είναι πιθανόν να σταματήσει να ανέχεται την κατάστασή του.
“Πρέπει να επενδύσετε στην ασφάλεια της γειτονιάς και των κοινοτήτων…”· Δηλαδή, προτού το καζάνι που βράζει εκραγεί θα πρέπει να έχετε επενδύσει στις μεθόδους της αστυνομικής του διαχείρισης.
“…Τα μέλη των οποίων πρέπει να πειστούν ότι ωφελούνται από τη συνεργασία τους με τις αστυνομικές υπηρεσίες”. Εδώ μπορεί να υπάρξει ένα πρόβλημα ερμηνείας. Ο Μπλερ αναφέρεται κωδικά σε αυτό που είναι γνωστό ως “η πολιτική της αφομοίωσης”. Και θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως η πολιτική της αφομοίωσης δεν είναι ένα σχήμα που προσβλέπει σε μια κοινωνία δίχως εθνικές διαιρέσεις και ρατσισμό. Ποιο καπιταλιστικό κράτος που σέβεται τον εαυτό του θα ήθελε μια τέτοια κοινωνία; Ποιο αφεντικό δεν θέλει να κρατάει τους εργάτες διαιρεμένους; Πολύ μακριά από τα κακά του διεθνισμού, η πολιτική της αφομοίωσης, όπως διαμορφώθηκε και εφαρμόζεται στις παλιές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, είναι ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο πρέπει να αναδειχθεί ή να αναγνωρισθεί στο εσωτερικό των μεταναστευτικών κοινοτήτων μια κάποιου είδους “μεσαία τάξη”. Αυτή η “μεσαία τάξη” που βεβαίως “θα ωφελείται από τη συνεργασία της με τις αστυνομικές υπηρεσίες”, θα περιλαμβάνει από πληρωμένους ρουφιάνους των μπάτσων και εμπόρους λευκής σαρκός με καλά κονέ στο παρακράτος, έως “φιλήσυχους εξασφαλισμένους πολίτες” και “ηγέτες της κοινότητας”, δίχως αυτό να σημαίνει πως όλοι αυτοί είναι κατ’ ανάγκη διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα. Κοντολογίς, ο κύριος Μπλερ εννοεί ένα σχέδιο ακριβώς όπως εκείνο που μοιράζεται μαζί μας ο κύριος Ντόκος, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ στην Καθημερινή 26/4:
(…) Για να μη βρεθούμε μελλοντικά προ (πολύ) δυσάρεστων εκπλήξεων [ενν. την ανάπτυξη του ριζοσπαστικού ισλαμισμού λόγω της αποσταθεροποίησης του Πακιστάν], πρέπει να προχωρήσουμε σε
α) Πρόσληψη μεταναστών από “ενδιαφέρουσες” κοινότητες στην Ελληνική Αστυνομία και αργότερα στην ΕΥΠ.
β) Δημιουργία επίσημων χώρων θρησκευτικής λατρείας, που δίδει τη δυνατότητα ελέγχου ριζοσπαστικών θρησκευτικών λειτουργών.
γ) Συνεργασία με τις ηγεσίες των κοινοτήτων μεταναστών.
Δεν θα πείραζε, φαντάζομαι, για μια φορά να κινηθούμε προληπτικά και όχι πυροσβεστικά (…)
Είναι αυτή η “μεσαία τάξη” συνεργατών της αστυνομίας, γραβατωμένων εγκληματιών, παπάδων με κονέ και “ηγετών των ενδιαφέρουσων μεταναστευτικών κοινοτήτων” που θα αναλάβει να διατηρεί την τάξη όσο γίνεται και να βοηθάει στην καταστολή όταν το καζάνι εκρήγνυται. Γιατί, μην γελιόμαστε, το καζάνι είναι προορισμένο να εκραγεί, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει καμιά κρατική επιλογή -και εδώ που τα λέμε κανένας υλικός λόγος- να σταματήσει να υπάρχει το απαρτχάιντ που κρατάει “τις ενδιαφέρουσες κοινότητες” στην αθλιότητα.
Ας μην μας μπερδεύει λοιπόν που “οι Αλβανοί” έχουν σταματήσει να αναφέρονται ως “πρόβλημα δημόσιας τάξης”, ακόμη και σε μια εποχή που τα “προβλήματα δημόσιας τάξης” αναζητούνται με το μικροσκόπιο. Το εναντίον τους απαρτχάιντ συνεχίζεται, εντείνεται και οργανώνεται περαιτέρω, τόσο με θεσμικούς όσο και με υπόγειους τρόπους. Για όσο συμβαίνει αυτό και για όσο έχουν την πολυτέλεια, το κράτους και οι υπάλληλοί του θα κάνουν πως τους ξέχασαν. Έως ότου τους ξαναθυμηθούν.