Ήταν Παρασκευή απόγευμα.
Είχαμε στην πλάτη μας έναν χρόνο έκτακτης ανάγκης λόγω κορωνοϊού. Μην τυχόν και πάει ο νους σας σε τίποτα καπιταλιστική κρίση, θα ήταν παραπλανητικό! Στο μεσοδιάστημα φάγαμε στην μάπα ένα κάρο μικρό- πειθαρχήσεις στα όρια του παραλογισμού και κάθε λογής μπάτσους να τηρούν τα προβλεπόμενα.
Ναι. Κάθε λογής μπάτσους. Μαζί με τους κανονικούς, οι χαφιέδες γείτονες, οι ρουφιάνοι προϊστάμενοι, οι νοικοκυραίοι με μεζούρα στα χέρια και μάσκα στη μούρη για ακόμη μία φορά επέδειξαν την «κοινωνική» τους συμπεριφορά έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πραγματικούς μπάτσους του κόσμου αυτού! Και φυσικά όλες οι υπηρεσίες αυτές είναι στραμμένες εναντίον μας.
Έπρεπε για ακόμη μία φορά να είμαστε στο περιθώριο, οι «αντικοινωνικοί». Να μείνουμε μόνες και φοβισμένοι. Μακριά από τις συνήθειες που μας δίνουν ζωή. Αυτές, έξω από τη δουλειά και το σχολείο. Μακριά από το αφεντικό και το δάσκαλο.
Κι εμείς;
Εμείς επιλέξαμε να κάνουμε αυτό που κάναμε πριν, στους «κανονικούς καιρούς».
Είμαστε όλοι παιδιά του κέντρου. Μένουμε στις γειτονιές πίσω και πέρα από την Αλεξάνδρας, κάτω και γύρω από τα Τουρκοβούνια. Κι είμαστε antifa. Δεν το ξεχάσαμε αυτό μέσα στον τρόμο και στις πειθαρχήσεις που έπεφταν βροχή. Ίσα –ίσα. Επιδείξαμε τις συλλογικές μας δυνατότητες. Δε σταματήσαμε να συζητάμε πολιτικά κάθε εβδομάδα. Να βγαίνουμε στις γειτονιές μας και στις καβάτζες τους. Να κάνουμε τους τοίχους να μιλούν τις δικές μας γλώσσες. Εξάλλου το λέμε όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε: Κέντρο – κεντρικά μιλάμε απ’τα μπετά!
Κι ήταν που λέτε Παρασκευή βράδυ.
Έτσι κι αλλιώς είχαμε εξ αρχής επιλέξει να γράψουμε τις απαγορεύσεις και τις προσταγές στα παλιά μας παπούτσια.
Είχαμε μιλήσει με τους φίλους μας στη γειτονιά. Μοιραστήκαμε τις εμπειρίες μας, που προφανώς λόγω τάξης ήταν κοινές. Είδαμε η μία τα μούτρα του άλλου, μιλήσαμε για τα ζόρια μας, βρήκαμε τα κοινά μας, σφίξαμε δυνατά τα χέρια αναμεταξύ μας. Είχαμε κάνει όλα τα απαραίτητα κουμάντα.
Ήταν Παρασκευή βράδυ λίγο πριν τις 7.
Τα πανιά κρεμάστηκαν, το ηχείο μπήκε στη σωστή θέση, το τραπεζάκι με antifa υλικό στήθηκε και οι δικοί μας άρχισαν να φτάνουν μέσα από τις κουραστικές ανηφόρες της γειτονιάς. Όχι μόνο εκείνες κι εκείνοι που γνωρίζαμε από πριν. Παρέες πιτσιρικάδων που άραζαν παραδίπλα με το ηχείο τους έγιναν, με μία απίστευτη φυσικότητα, ένα με εμάς. Δεν χρειάστηκαν λόγια και επεξηγήσεις. Τα μικρόφωνα άλλαζαν χέρια ασταμάτητα, τα λόγια ήταν ίδια, τα βλέμματα ήταν ίδια, ίδια και τα χαμόγελα που δεν έφευγαν από τα χείλη μας.
Τα φώτα της πόλης στο βάθος τρεμόσβηναν και το πάρκο αντηχούσε τις φωνές μας. Τις μουσικές μας. Ήμασταν η καρδιά της γειτονιάς!
Κι όμως. Τα χρειαζόμαστε αυτά τα σκηνικά. Όχι ως έναν εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης. Πότε δεν το είδαμε έτσι. Όχι μόνο γιατί μας είχε λείψει η μουσική και το «χώσιμο», αλλά γιατί αυτός είναι ένας από τους πολλούς τρόπους μας να μιλάμε, να γνωριζόμαστε και να χτίζουμε σχέσεις μεταξύ μας. Δημόσια δήλωση πως οι γειτονιές μας είναι ζωντανές και περήφανες!
Η ώρα για το τέλος έφτανε.
Ήταν λίγο πριν τις 9:30 όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από το σποτ με μία μικρή διαδήλωση. Να μεταφερθεί, σαν κύμα, στη γειτονιά αυτό που μόλις είχε συμβεί. Βγήκαμε στο δρόμο, μπήκαμε πίσω από το πανί με σύνθημα: Κουκούλες, μαύρα μπουφάν, πλατεία. Μόνη ζωντάνια η απειθαρχία! Και γίναμε ξανά όλοι ένα. Φωνές συγχρονισμένες, γείτονες που βγήκαν έξω για να χειροκροτήσουν, κοπέλες που μας πέτυχαν στο δρόμο κι έγιναν ένα με εμάς, κι άλλοι πάλι πίσω από τις κουρτίνες φανερά εκνευρισμένοι. Έτσι πάνε αυτά! Βρίσκοντας φίλους κάνεις κι εχθρούς.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι εύκολο και δεδομένο . Θέλει επιμονή και προσπάθεια. Μα ένα είναι σίγουρο. Όσο τα κάνουμε αυτά κι ερχόμαστε πιο κοντά τόσο θα δίνουμε περισσότερους λόγους στους κάθε λογής μπάτσους, ειδικούς και ρουφιάνους να ανησυχούν!