Λέγεται πως ο Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, είχε απολύτως υπ’ όψη ότι «το θέμα δεν είναι να τους λέμε ψέματα – το θέμα είναι να φτωχύνουμε τη γλώσσα τους τόσο πολύ που να μη μπορούν να σκεφτούν». Λέγεται πως η «Νέα Γλώσσα» που βρίσκει κανείς στο 1984 του Τζωρτζ Όργουελ, προέρχεται ακριβώς από αυτή την ιδέα του Γκέμπελς.
Ό,τι και να λέγεται, είναι νομίζουμε προφανές ότι αυτό ακριβώς είναι το σχέδιο πίσω από την κρατική προπαγάνδα των τελευταίων ετών. Δείτε για παράδειγμα το θέμα με την «άρνηση των εμβολίων». Οι λόγοι δυσφορίας απέναντι στο εμβόλιο φαίνονται μπόλικοι: «για να μη μου βάλουν κάτι στο σώμα μου», «γιατί έχει παρενέργειες», «γιατί θα μου αλλάξουν τα γονίδια», και πάει λέγοντας. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι εξαιρετικά φτωχοί: καθώς φαίνεται, ο μόνος λόγος που έχει απομείνει για να μην κάνει κάποιος το εμβόλιο, είναι κάποιου είδους αυτο-φροντίδα, κάποιου είδους υγιεινίστικη πρόληψη του είδους που τριάντα χρόνια τώρα «τρώει μόνο bio».
Αυτή η προσκόλληση στην «αυτοδιάθεση του σώματος» και στα «δικαιώματα του ατόμου», όπου το «σώμα» και το «άτομο» είναι η παρτάρα μου, πιθανόν να γίνεται αντιληπτή ως ισχυρό επιχείρημα από αυτούς που το υιοθετούν. Στην πραγματικότητα είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ακατανοησίας και της σύγχυσης.
Εξηγούμε:
Το ποσοστό των «ανεμβολίαστων», παρά τους μήνες κρατικού πιπιλίσματος και καταναγκασμών, παραμένει γύρω στο πενήντα τοις εκατό. Υπό κανονικές συνθήκες, το κράτος θα έπρεπε να βρίσκει αυτό το ποσοστό ανησυχητικό. Όντως, σύμφωνα με τις συζητήσεις μας στο δρόμο, η πηγή της μη συμμόρφωσης δεν είναι ο φόβος του θανάτου και της «αλλαγής των γονιδίων». Η πηγή της μη συμμόρφωσης βρίσκεται σε μια βαθύτατη καχυποψία απέναντι στις κρατικές αφηγήσεις. Διόλου απρόσμενα, πολλοί από τους συνανθρώπους μας, και ειδικά η εργατική τάξη, δυσκολεύονται να χωνέψουν ότι «κάπως έτυχε» και «ο ιός» σημαίνει να μην ακουμπιόμαστε και να μη μιλάμε μεταξύ μας, να φοράμε μάσκες στη μούρη, να ζούμε με επιδόματα, να μας κυνηγάνε οι μπάτσοι, να κάνουμε ό,τι λέει το αφεντικό και από πάνω να ακριβαίνει και το ρεύμα.
Αν υπήρχε έστω και η στοιχειώδης πολιτική οργάνωση, αυτή η ταξική καχυποψία θα μπορούσε να εκφραστεί με λόγια. Αλλά εδώ δεν υπάρχει πολιτική οργάνωση, μόνο το κράτος και οι ειδικοί του και οι ρουφιάνοι του. Αυτοί, από την αρχή της υπόθεσης, φαίνονταν να παρέχουν αποκλειστικά «αφηγήσεις για εμβολιασμένους». Αν όμως προσέξει κανείς καλύτερα, θα δει ότι οι«αφηγήσεις για ανεμβολίαστους» παρέχονταν εξίσου απλόχερα.
Ορίστε ένα καλό παράδειγμα από τη ναυαρχίδα του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα, 1 Ιουνίου 2021. Πάνω, «πέθανε η 44χρονη που χαροπάλευε επί μέρες μετά το εμβόλιο», και μάλιστα δίχως «υποκείμενα νοσήματα» – παρέχεται φωτό ώστε να ταυτιστούμε καλύτερα. Κάτω, ο ανάλγητος Κούλης αποτυχαίνει να κανονίσει καλά τους εμβολιασμούς και καταγγέλλεται αδυσώπητα.
Ο συνδυασμός «θα πεθάνεις απ’ το εμβόλιο» και «κάνε το εμβόλιο επιτέλους» αρχικά φαίνεται αλλοπρόσαλλος. Και όμως, αυτός ο συνδυασμός αποτελεί τη βασική γραμμή της κρατικής εμβολιαστικής προπαγάνδας από την αρχή του χρόνου. Πείτε μας τώρα ότι αυτό γίνεται κατά λάθος. Πείτε μας ότι οι ίδιοι που μάς δίδαξαν ότι η μάσκα στη μούρη είναι κάποιου είδους «πρόοδος», δεν μπορούν, αν θέλουν, να αποκρύψουν «τον θάνατο της 44χρονης», δεν μπορούν να αποφύγουν το «χαροπαλεύει», δεν μπορούν να αφήσουν τη φωτογραφία της να αναπαύεται στο αρχείο τους… γιατί θα τους βάλουν χέρι οι πραγματικοί τους εργοδότες, που όπως όλοι ξέρουμε, είναι οι αναγνώστες τους.
Όχι καλές μας συντρόφισες, τέτοια πράγματα δεν γίνονται «κατά λάθος»! Αντιθέτως, ο φόβος του θανάτου και «το σώμα μου» ως τα πρέποντα αντιεμβολιαστικά επιχειρήματα υιοθετήθηκαν συνειδητά και αποτέλεσαν το υπόκωφο μισό της κρατικής προπαγάνδας περί εμβολίου. Γιατί αποτελούσαν μια αφήγηση εναλλακτική της ταξικής καχυποψίας. Και γιατί αυτή η αφήγηση, από τη μια είναι εύπεπτη και εύκολη στην αναπαραγωγή, και από την άλλη δένει χειροπόδαρα όποιον υποπέσει στην ευκολία της.
Εξηγούμε κι άλλο:
1. Παπαγαλίζοντας τα περί «σώματος» και «γονιδίων», η καχυποψία απέναντι στα κρατικά σχέδια εξατομικεύεται: ο καχύποπτος μετατρέπεται σε άθλιο παρτάκια που φοβάται μην πεθάνει και μην «του βάλουν κάτι στο σώμα του». Αντιθέτως, οι γιατροί και οι κρατικοί ρουφιάνοι μετατρέπονται σε κοινωνούς του «κοινού καλού», σε ανιδιοτελείς συμπολίτες μας που ρισκάρουν τον εαυτό τους για να σώσουν τον κόσμο από τον ιό – και που αγωνίζονται σκληρά για να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι υπάρχουν ζητήματα πέρα από την ταπεινή μας πάρτη.
2. Παπαγαλίζοντας τα περί «σώματος» και «γονιδίων», ο εξατομικευμένος πλέον καχύποπτος υιοθετεί τη γλώσσα των ειδικών. Η καχυποψία χάνει την κοινωνική της προέλευση (Τι σκατά κόλλημα φάγανε τα αφεντικά μας; Γιατί μας κόβονται οι μισθοί; Γιατί μας φερμάρουν οι μπάτσοι;) και μετατρέπεται σε… επιδημιολογική συζήτηση με στοιχεία φαρμακολογίας. Είναι μια γλώσσα που υιοθετείται εύκολα, αφού είναι η γλώσσα που μιλάει η τηλεόραση· αλλά το τίμημα της ευκολίας είναι βαρύ: εντός αυτής της γλώσσας των ειδικών, η πειθαρχική λογική της πρόληψης, η επικινδυνότητα του ιού, οι πειθαρχικές όψεις των «αναγκαίων μέτρων» μετατρέπονται σε φυσικά γεγονότα. Η μοναδική αντίρρηση που μπορεί να απομένει είναι «φοβάμαι μην πεθάνει η παρτούλα μου» – και εύκολα αναιρείται υπό το βλοσυρό βλέμμα των ρουφιάνων που με θαυμαστό τρόπο έχουν μετατραπεί σε ανιδιοτελείς πυλώνες της κοινωνικής συνοχής.
3. Παπαγαλίζοντας τα περί «σώματος» και «γονιδίων», ο καχύποπτος βρίσκεται να συνομιλεί ομαλά με τους φασίστες της χώρας. Οι φασίστες είναι οι πρώτοι που υιοθέτησαν τη σχετική ρητορική και αυτό είναι λογικό: η ηγεσία τους γνωρίζει καλά τους τρόπους με τους οποιους ο θολός αντικρατισμός που εκπέμπεται από το «θα μας αλλάξουν τα γονίδια» μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ναζιστικό πατριωτικό παραλήρημα μόλις αποσαφηνιστεί το ποιοι ακριβώς ετοιμάζονται να σου αλλάξουν τα γονίδια. Και σου μένει και η αντικρατική μεταμφίεση για να μη φαίνεται η ρουφιανιά σου. Όσο για τη βάση, η αγάπη για την πάρτη τους είναι η βασική κινητήριος δύναμη για τα πάντα. Αν μπερδεύεστε, θυμηθείτε το «ξεπουλάνε τη Μακεδονία μας» (ποιοι;).
4. Παπαγαλίζοντας τα περί «σώματος» και «γονιδίων», κάθε δυνατότητα κατανόησης των κρατικών σχεδίων εξαφανίζεται. Δείτε το εκ του αποτελέσματος: από τις 13 του Σεπτέμβρη, το ελληνικό κράτος ξεκίνησε να εγκαθιστά ένα γενικής εφαρμογής δίκτυο επιτήρησης και ελέγχου που αφορά, όχι αποκλειστικά «τους ανεμβολίαστους», αλλά το σύνολο της εργατικής τάξης. Εκμεταλλευόμενο το ποτάμι της πληροφορίας που προκύπτει, το κράτος ήδη αναπαράγει επιλεγμένες όψεις της μακροοικονομίας και της πειθάρχησης της καραντίνας. Για παράδειγμα, απαγορεύθηκε στους ανηλίκους να πίνουν καφέ σε καφετέριες, μια εξέλιξη που θα χαροποιούσε ιδιαιτέρως το καθεστώς Μεταξά, άσε που μειώνει την κατανάλωση εισαγόμενου καφέ. Οι μετακινήσεις με ΚΤΕΛ επίσης περιορίζονται – εκτός πόλης θα ταξιδεύουν μόνο οι κάτοχοι αυτοκινήτου – και μειώνεται και η εσωτερική κυκλοφορία του χρήματος. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια ετοιμάζονται να προσλάβουν σεκιουριτάδες με δικαίωμα ελέγχου ταυτοτήτων. Κι όμως, όλα τούτα, η βιοπολιτική διαχείριση του εθνικού καπιταλισμού και της κρίσης του, είναι δευτερεύοντα, ανάξιες λόγου λεπτομέρειες, δεν αναφέρονται καν! Γιατί το θέμα είναι μη και σου αλλάξουν το γονίδιο!
Συνοψίζουμε:
Παπαγαλίζοντας τα περί «σώματος» και «γονιδίων», η ταξική καχυποψία εξατομικεύεται. Κάθε κριτική διάθεση έρχεται σε θέση ηθικά μειονεκτική και δύσκολα υπερασπίσιμη. Οι ρουφιάνοι μετατρέπονται σε ανιδιοτελείς παντογνώστες σωτήρες. Η γλώσσα των ειδικών υιοθετείται μαζί με τις αξίες τους. Οι φασίστες ηγεμονεύουν. Και κάθε δυνατότητα κατανόησης των κρατικών σχεδίων εξαφανίζεται.
Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς κάποτε πρότεινε «να φτωχύνουμε τη γλώσσα τόσο που να μη μπορούν να σκεφτούν».
Δεν ξέρουμε τι λέτε εσείς, αλλά εμάς μας φαίνεται ιδιαιτέρως σχετικό με την τρέχουσα ιστορική συγκυρία.
Με την ευκαρία ας παραθέσουμε εδώ και έναν χρήσιμο κατάλογο με τον προβοκατόρικο τίτλο:
Ενδεικτικοί λόγοι για τους οποιους δεν τηρείτε «τα μέτρα»
(και θα σας έρχονταν κατευθείαν στο μυαλό αν δεν είχε παρεμβληθεί ο Γιόζεφ)
– Είμαι αναρχικιά και δε γουστάρω το κράτος. Τι σκατά δεν κατάλαβες;
– Είμαι αγαπησιάρης και γουστάρω να ακουμπιέμαι. Για πλησίασε λίγο να σε φιλήσω σταυρωτά.
– Άσε γιατί αύριο έχω κανονίσει μπύρες… (αληθινή αιτία αποχώρησης από εμβολιαστικό κέντρο μόλις σύντροφος έμαθε ότι «μετά τον εμβολιασμό απαγορεύεται το αλκοόλ»).
– Δεν ξέρω πώς, μα ψέματα λες κι είσαι ηθοποιός.[1]Ricta, «Παράνοια», εδώ https://www.youtube.com/watch?v=IMLcA74WgiA, στο 2.10-2.14.
– Σιγά μην κάνω ό,τι μου λένε οι μπάτσοι / οι δημοσιογράφοι / οι αριστεροί / τα αφεντικά.
– Όλ’ οι ρουφιάνοι το βουλώσανε μαζί, κάνουν του-μπε-κί κάνουν του-μπε-κι! [2] #NSR Norde X JD, «Back your City», εδώ https://www.youtube.com/watch?v=6XHCpcStfAE, στο 1.28-1.30.
– Καλά, αλλά που έχει τιγκάρει ο τόπος σεκιουριτάδες τι έχεις να πεις;
– Αυτοί που μας κλωτσάνε όλη τη βδομάδα, μάς λένε να πεθάνουμε και για την Ελλάδα (παλιό α/α σύνθημα ενάντια στην υποχρεωτική στράτευση)
– Τι να σου πω ρε φίλε, ψιλοβαριέμαι…
Είδατε; Δεν είναι και τόσο δύσκολο! Αποκρίσεις όπως οι παραπάνω, και όσες άλλες μπορεί να φανταστεί κανείς, προκύπτουν από μια γενική θέση σύμφωνα με την οποία «όλα τα αναγκαία μέτρα» διαθέτουν σαφέστατα οικονομικές και πειθαρχικές λειτουργίες. Οπότε η «αντίθεση στα μέτρα» ή θα είναι συνειδητά αντιπειθαρχική και αντικρατική, ή θα είναι εντελώς gtp που λένε και στα φόρουμς. Με άλλα λόγια ο αναρχισμός, που κάτι τέτοια τα έχει στο DNA του, θα έπρεπε τώρα να έχει διαπρέψει. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι συνέβη…
↑1 | Ricta, «Παράνοια», εδώ https://www.youtube.com/watch?v=IMLcA74WgiA, στο 2.10-2.14. |
---|---|
↑2 | #NSR Norde X JD, «Back your City», εδώ https://www.youtube.com/watch?v=6XHCpcStfAE, στο 1.28-1.30. |