Νύχτωσε. Η καβάτζα μας ήταν θεοσκότεινη κι από κάτω πιάτο η φωτισμένη μητρόπολη. Οι μπάτσοι έφερναν βόλτες ψάχνοντας να μάθουν τι συμβαίνει στα σκοτάδια. Καθώς στήναμε στα γρήγορα, οι δικοί μας κι οι δικές κατέφθαναν με τρόπο γνώριμο, κάνοντας το λιγοστό μας άγχος να εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Πώς να αγχωθούμε, άλλωστε, όταν γινόμαστε ένα; Και είμαστε ένα, πράγματι! Ίδιο ντύσιμο, ίδια λόγια, ίδια βλέμματα, ίδια ζόρια. Όσο περισσότερο μας μοιράζουν απλόχερα πακέτα, τόσο περισσότερο το νιώθουμε. Και τόσο περισσότερο το νιώθαμε, όσο η ώρα περνούσε και το μικρόφωνο άλλαζε χέρια. Όποια κουβέντα κι αν έφτανε στ’ αυτιά σου, όλο και κάποιος ψιθύριζε για το πόσο τα χρειαζόμαστε τέτοια σκηνικά. Δίκιο είχαν, τα έχουμε απόλυτη ανάγκη. Όχι μονάχα επειδή μας έχει λείψει η μουσική και το κοπάνημα. Αλλά γιατί μ’ αυτόν -και με χίλιους άλλους τρόπους- ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά αυτό που πραγματικά μας λείπει: την εμπιστοσύνη, την συνεννόηση, την κοινότητα. Και τελικά, όσο μας στριμώχνουν στη γωνία, τόσο περισσότερο ένα γινόμαστε. Γι’ αυτό κι οι μπάτσοι ανησυχούσαν κι έφερναν βόλτες. Με μια έννοια ίσως και να έμαθαν τι συνέβαινε στα σκοτάδια: μερικές δεκάδες παιδιά της γειτονιάς έκαναν τα δικά τους. Με μια άλλη έννοια, ιδέα δεν έχουν τι μπορεί να προκύψει όταν ερχόμαστε κοντά.