Καθώς ετοιμάζεται το τεύχος Δεκεμβρίου, η κατάστασή μας αρχίζει να θυμίζει όλο και περισσότερο στιγμές από το ζοφερό παρελθόν της δεκαετίας του 1930. Κάποια νεαρά μέλη της εκδοτικής ομάδας antifa scripta λοιπόν που πάσχουν από ελαφριάς μορφής αλκοολισμό, έχουν αρχίσει να παθαίνουν βαριάς μορφής κατάθλιψη. Προσπαθώντας λοιπόν να γλιτώσουν απ’ την κατάθλιψη αποφάσισαν να διαβάσουν κάτι για να ευθυμήσουν και κάπως έτσι έπεσε στα χέρια τους το παρακάτω κείμενο του αμερικανού ευγονιστή γιατρού W.W. Peter, μέλους της Αμερικανικής Ένωσης για τη Δημόσια Υγεία και προέδρου του Ινστιτούτου Καθαριότητας που διέθετε η Ένωση.
Το κείμενο είναι γραμμένο το 1934, δηλαδή λίγο αφότου τέθηκε σε ισχύ ο γερμανικός νόμος περί υποχρεωτικής στείρωσης των ατόμων με κληρονομικές ασθένειες. Ο αμερικανός W.W. Peter εξυμνεί το γερμανικό νόμο και προτείνει την αντιγραφή του γιατί «τα άλλα κράτη τους κοιτάζουν από μακριά». Το 1934 βέβαια είναι και ένας χρόνος αφότου έχουν πάρει την εξουσία στη Γερμανία οι εθνικοσοσιαλιστές, δηλαδή το κράτος που όλοι οι υπόλοιποι «κοιτάζουν από μακριά» έχοντας μείνει πίσω, είναι το κράτος του Αδόλφου Χίτλερ.
Το πρόβλημά μας είναι ότι το μέλος με τον ελαφρύ αλκοολισμό και τη βαριά κατάθλιψη, δεν ευθύμησε και πολύ μόλις διάβασε το συγκεκριμένο κείμενο. Αντιθέτως, βάρεσε μια κρίση κι άρχισε να παραληρεί και να φωνάζει κάτι ασυναρτησίες απ’ τις οποίες μπορέσαμε να καταλάβουμε μόνο κάτι ψιλά του είδους «μπίρα…φασίστες…ατομικά-δικαιώματα…γαμώτοσπίτιτους….ο-Βάλτερ-Μπένγιαμιν-είχε-δίκιο…αστερισμοί…αυτοκτονία…πάλι-καλά-δεν-είμαι-μόνος-μου». Έκτοτε έχει ψιλοσυνέλθει, αλλά ακόμα δεν είναι σε κατάσταση να ξαναμιλήσει για το θέμα. Επειδή όμως είχε αναλάβει να γράψει για το περιοδικό κάτι σχετικό και επειδή το τεύχος Δεκεμβρίου πρέπει να βγει ακόμα και εν μέσω κατάθλιψης, θέλουμε για άλλη μια φορά τη βοήθειά σας.
Πριν σαλτάρει, το νεαρό μέλος μάς πρόλαβε να μεταφράσει το κείμενο του Peter και να υπογραμμίσει διάφορα σημεία του. Παρ’ όλα αυτά έχουμε κάποιες απορίες και θα εκτιμούσαμε τη συνεισφορά σας. Οπότε σας παραθέτουμε το μεταφρασμένο κείμενο, με κοκκινισμένα τα υπογραμμισμένα σημεία και περιμένουμε τις απαντήσεις σας στα παρακάτω ερωτήματα, μπας και καταφέρουμε τελικά να καταλάβουμε τι σκόπευε να γράψει ο άλλος ο μπιράκιας και γιατί φρίκαρε τόσο.
1. Το περιοδικό American Journal of Public Health (and the Nation’s Health) γιατί έκοψε το «and the Nation’s Health» από τον τίτλο του ενώ συνεχίζει να εκδίδεται μέχρι και σήμερα;
2. Τα άλλα κράτη γιατί κοίταζαν από μακριά την «πρόοδο» της Γερμανίας στο κομμάτι της δημόσιας υγείας; Ήταν όντως τόσο πίσω;
3. Ο αλκοολισμός είναι κληρονομικός;
4. Ποια η σχέση δημόσιας υγείας και ατομικής υγείας;
5. Ποια η σχέση δημόσιας υγείας και αστυνομίας;
6. Τι σημαίνει η ατάκα «οι Γερμανοί πρέπει στο άμεσο μέλλον να ζήσουν μόνοι τους μέσα στα σύνορά τους κι έτσι εξαρτώνται περισσότερο από ποτέ απ’ τους δικούς τους πόρους και μόνο» και τι σχέση έχει με τις στειρώσεις;
7. Η πρόταση «τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει τόσες κολοσσιαίες αλλαγές πάσης φύσεως, που άλλη μια καινοτομία δε φαίνεται ξεχωριστή» είναι καθόλου επίκαιρη;
8. Τι σκάλωμα είχαν φάει οι ναζί με τα «έμφυτα δικαιώματα» που δεν υπάρχουν, αλλά αντίθετα πρόκειται για «προνόμια που πρέπει να ασκούνται προς όφελος του ατόμου, της οικογένειας, της κοινότητας και του κράτους»;
9. Ο κ. Peter που απεικονίζεται στην παρακάτω φωτό από συνέδριο εκσυγχρονισμού της δημόσιας υγείας που διεξήχθη στην Κίνα το 1915 με τίτλο «Η Υγεία είναι μια Επωφελής Επένδυση» ήταν κομμάτι του «δυτικού ελεύθερου κόσμου» που «νίκησε το φασισμό»;
Το Γερμανικό Πρόγραμμα Στειρώσεων
W. W. Peter, M.D., Dr. P.H., F.A.P.H.A.
American Journal of Public Health (and the Nation’s Health)
Μάρτιος 1934
Το πρωτότυπο μπορεί να βρεθεί εδώ
Από την 1η Ιανουαρίου του 1934, η Γερμανία άρχισε να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα στείρωσης των πολιτών εκείνων που κρίνονται ακατάλληλοι να γίνουν γονείς. Μια κυβερνητική ανακοίνωση αναφέρει ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα πρόκειται να στειρωθούν περίπου 400.000 άτομα. Μιλάμε για μια χώρα όπου ο νόμος έχει ακόμα τόση σημασία, κι όπου το υπάρχον καθεστώς κυβερνά από την κορυφή μέχρι τη βάση δίχως τα εμπόδια, τις καθυστερήσεις και τις ενστάσεις που δημιουργούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, Ωστόσο δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ μέχρι στιγμής κάτι τόσο καθολικής κλίμακας, και φυσικά υπάρχει άφθονη υπόγεια αντιπολίτευση, οπότε το συγκεκριμένο πρόγραμμα που εγκαινίασε η Γερμανία αξίζει την προσοχή όλων όσων ασχολούνται με τη δημόσια υγεία στις άλλες χώρες. Αν επιτευχθεί τελικά ο στόχος και παρεμποδιστούν να γίνουν γονείς όσοι κρίνονται ακατάλληλοι, η Γερμανία θα είναι το πρώτο σύγχρονο κράτος που θα έχει πετύχει έναν στόχο που τα άλλα κράτη απλά τον κοιτάζουν από μακριά, ή έστω τον προσεγγίζουν με ρυθμούς χελώνας. Το τι μέλλει γενέσθαι θα φανεί στην πορεία.
Ο νόμος πάνω στον οποίο βασίζεται αυτό το πρόγραμμα θεσπίστηκε στης 14 Ιουλίου του 1933, δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουλίου[1] και τέθηκε σε ισχύ από 1η Ιανουαρίου 1934. Σ’ αυτό το νόμο που περιλαμβάνει 18 ενότητες, χρησιμοποιείται μόνο μια φορά η λέξη «στείρωση» και ακόμα κι εκεί βρίσκεται μέσα σε παρενθέσεις. Ο όρος που επαναλαμβάνεται συχνότερα είναι ο «άκαρπος» (unfruchtbar).
Ο πυρήνας του νόμου περιλαμβάνεται στην πρώτη ενότητα. Η μετάφρασή μου έχει ελεγχθεί από έναν νομικό που σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αναφέρει τα εξής:
Όσοι έχουν κληρονομικές ασθένειες, εάν σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη εκτιμάται ότι τα τέκνα τους είναι πιθανό να πάσχουν από βαριά σωματικά ή πνευματικά κληρονομικά προβλήματα, δύναται να καταστούν άκαρποι (να στειρωθούν) μέσω χειρουργικής επέμβασης.
Κληρονομικές ασθένειες σύμφωνα με το νόμο έχει κάποιος που πάσχει από κάποια απ’ τις ακόλουθες ασθένειες: νοητική καθυστέρηση, σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, κληρονομική επιληψία, νόσο του Χάντινγκτον, κληρονομική τύφλωση, κληρονομική κώφωση, βαριά κληρονομική σωματική παραμόρφωση. Επιπλέον, μπορούν να καταστούν άκαρποι όσοι πάσχουν από βαριάς μορφής αλκοολισμό.
Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να κάνει αίτηση γι’ αυτή τη θεραπεία μόνο αν η αίτησή του συνοδεύεται από μια βεβαίωση που έχει εκδοθεί από διπλωματούχο γιατρό και η οποία να πιστοποιεί ότι ο υποψήφιος έχει ενημερωθεί για τη φύση και τις συνέπειες της επέμβασης. Για όσους είναι νομικά ανίκανοι να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους, μπορούν να κάνουν αίτηση οι κηδεμόνες τους, τα δικαστήρια, οι νόμιμοι εκπρόσωποι και εντολοδόχοι τους. Η διαδικασία μπορεί να εκκινήσει και από γιατρούς που απασχολούνται σε επίσημους οργανισμούς υγείας, καθώς και από προϊσταμένους νοσοκομείων, ιατρικών ιδρυμάτων, φρενοκομείων και φυλακών για λογαριασμό των εγκλείστων.
Για να αποφευχθεί η περίπτωση δικαστικής πλάνης, υπάρχουν αρκετές σημαντικές δικλείδες ασφαλείας. Η πιο σημαντική είναι η απόφαση της κυβέρνησης να μην χρησιμοποιήσει τα δικαστήρια γενικών υποθέσεων. Αντίθετα, με το που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος την 1η Ιανουαρίου 1934, είχαν ήδη αρχίσει να φτιάχνονται 1.700 Δικαστήρια Κληρονομικών Ασθενειών και 27 Ανώτατα Δικαστήρια Κληρονομικών Ασθενειών.
Το κάθε Δικαστήριο Κληρονομικών Ασθενειών θα συνεργάζεται με το αντίστοιχο τοπικό Πρωτοδικείο. Θα αποτελείται από έναν περιφερειακό δικαστή που θα εκτελεί χρέη προέδρου, έναν γιατρό-ελεγκτή του δημοσίου και άλλο έναν διπλωματούχο γιατρό με ειδίκευση στις κληρονομικές ασθένειες. Για τα τρία αυτά μέλη του δικαστηρίου θα υπάρχουν αντικαστάτες εφόσον χρειαστεί. Ο νόμος ορίζει ότι οι ανώτατες αρχές της χώρας καθορίζουν τα μέλη του δικαστηρίου, τους αντικαταστάτες τους, τα μέρη και τις περιοχές των δικαστηρίων, είτε αυτά είναι πρωτοβάθμια είτε δευτεροβάθμια.
Μια δεύτερη δικλείδα ασφαλείας στο νόμο είναι ότι όλες οι αιτήσεις πρέπει να είναι γραπτές. Τα στοιχεία που υποστηρίζουν την αίτηση πρέπει να τεκμηριώνονται μέσω μιας ιατρικής βεβαίωσης ή με κάποιον άλλον τρόπο. Το δικαστήριο είναι αναγκασμένο να ειδοποιήσει τον αρμόδιο γιατρό για την αίτηση.
Μια τρίτη δικλείδα ασφαλείας είναι ότι τη δικαιοδοσία για τη λήψη της απόφασης έχει το Δικαστήριο Κληρονομικών Ασθενειών της περιοχής όπου βρίσκεται η νόμιμη κατοικία του ατόμου που πρόκειται να καταστεί άκαρπο.
Τέταρτον, οι δικαστές δε μπορούν να προεδρεύσουν σε ένα απ’ αυτά τα ειδικά δικαστήρια αν έχουν συμμετάσχει σε κάποια υπόθεση σχετικά με την κηδεμονία του εξεταζόμενου ατόμου, ούτε μπορούν οι γιατροί να συμμετέχουν στην ίδια υπόθεση και ως μέλη του Δικαστηρίου Κληρονομικών Ασθενειών και ως ιατρικοί υποστηρικτές της αίτησης.
Πέμπτον, οι διεργασίες ενός τέτοιου Δικαστηρίου δεν είναι δημόσιες. Πράγμα που αποτελεί σαφώς ένα γερό χτύπημα για μια συγκεκριμένη κατηγορία των αμερικανικών εφημερίδων.
Έκτον, το Δικαστήριο Κληρονομικών Ασθενειών είναι αναγκασμένο να διεξάγει τις απαραίτητες έρευνες, να καλεί και να εξετάζει μάρτυρες και εμπειρογνώμονες. Οι γιατροί που καλούνται ως μάρτυρες ή ως εμπειρογνώμονες υποχρεώνονται απ’ το δικαστήριο να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες δίχως να τηρήσουν το ιατρικό απόρρητο. Παρομοίως, οι δικαστικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποχρεώνονται να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που μπορεί να ζητήσει το δικαστήριο.
Έβδομον, μετά από μια απόφαση του δικαστηρίου που πάρθηκε δίχως κωλύματα, όλοι όσοι συμμετείχαν στην απόφαση πρέπει να υπογράψουν την ετυμηγορία ανεξάρτητα απ’ το αν η αίτηση εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε. Η γραπτή απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε η αίτηση. Έπειτα η απόφαση μεταφέρεται στον αρμόδιο γιατρό, στο υποψήφιο για στείρωση άτομο ή στο νόμιμο εκπρόσωπό του.
Όγδοον, αν η απόφαση του δικαστηρίου είναι καταφατική, παραμένει ανενεργή για ένα μήνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι ίδιοι που είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση, έχουν τώρα το δικαίωμα να υποβάλλουν ένσταση. Οι ενστάσεις κρίνονται απ’ το Ανώτατο Δικαστήριο Κληρονομικών Ασθενειών. Αν μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα δεν εκφραστεί καμία αντίρρηση για την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η απόφαση είναι αυτομάτως έτοιμη για εκτέλεση. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου Κληρονομικών Ασθενειών είναι τελεσίδικες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο Κληρονομικών Ασθενειών οργανώνεται με τον ίδιο τρόπο που οργανώνεται το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεργάζεται με το αντίστοιχο Γενικό Ανώτατο Δικαστήριο. Η σύνθεσή του είναι ένας ανώτατος δικαστής, ένας γιατρός-ελεγκτής του δημοσίου και ένας γιατρός με ειδίκευση στις κληρονομικές ασθένειες.
Μια ένατη δικλείδα ασφαλείας είναι ότι η οποιαδήποτε στειρωτική επέμβαση αποφασιστεί, μπορεί να διεξαχθεί μόνο σε νοσοκομείο και μόνο υπό την επίβλεψη διπλωματούχου γιατρού. Οι ανώτερες κυβερνητικές αρχές καθορίζουν ποια νοσοκομεία και ποιοι γιατροί μπορούν να εκτελέσουν τις δικαστικές αποφάσεις. Αλλά η επέμβαση δε μπορεί να εκτελεστεί από οποιονδήποτε γιατρό συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία λήψης της δικαστικής απόφασης. Ο γιατρός που εκτελεί την επέμβαση πρέπει να στείλει μια γραπτή αναφορά στον γιατρό-ελεγκτή που να βεβαιώνει ότι εκτέλεσε τη στείρωση και να αναφέρει ποια μέθοδο χρησιμοποίησε.
Δέκατον, όσοι συμμετέχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις υποθέσεις του δικαστηρίου είναι υποχρεωμένοι να τις διατηρούν απόρρητες. Ειδάλλως, υπόκεινται σε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή σε χρηματικό πρόστιμο. Εφόσον μια υπόθεση στείρωσης δεν γίνει δεκτή απ’ το δικαστήριο, η επανεξέτασή της γίνεται μόνο αν υπάρξουν καινούργια στοιχεία.
Οι στειρώσεις που δεν γίνονται σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, καθώς και οι ευνουχισμοί, επιτρέπονται μόνον στις περιπτώσεις που ένας γιατρός λειτουργεί σύμφωνα με τους γνωστούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης για να αποτρέψει έναν κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς του. Ο ασθενής πρέπει φυσικά να δώσει την πλήρη συγκατάθεσή του πριν εκτελεστεί η επέμβαση.
Μόλις το δικαστήριο τελεσιδικίσει σε μια υπόθεση αποφασίζοντας υπέρ της στείρωσης, η επέμβαση εκτελείται ακόμα και παρά τη θέληση του άμεσα ενδιαφερόμενου ατόμου και ακόμα και με τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών στις οποίες μπορεί να στραφεί ο γιατρός-ελεγκτής για να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Αν αποτύχουν όλα τα υπόλοιπα μέτρα, η χρήση βίας επιτρέπεται.
Τα δικαστικά έξοδα καλύπτονται με κρατικά κονδύλια. Οι χειρουργικές επεμβάσεις και η νοσηλεία πληρώνονται από το ασφαλιστικό ταμείο στο οποίο ανήκει ο ασθενής, ή από τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας εφόσον ο ασθενής δεν καλύπτεται από κάποιο ασφαλιστικό ταμείο και δεν διαθέτει ο ίδιος τους πόρους. Με την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, συνταγογραφούνται τα ιατρικά και νοσηλευτικά έξοδα. Τα κρατικά κονδύλια καλύπτουν μόνο τις υπηρεσίες ελάχιστης χρέωσης. Εάν ο ασθενής ή η οικογένειά του επιθυμούν να λάβουν κι άλλες υπηρεσίες πέραν αυτής της ελάχιστης χρέωσης, πρέπει να πληρώσουν οι ίδιοι τη διαφορά.
Ο νόμος αυτός φέρει την υπογραφή του Γερμανού Καγκελάριου, Αδόλφου Χίτλερ, του Υπουργού των Εσωτερικών στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκονται τα ζητήματα δημόσιας υγείας και ιατρικής και του Υπουργού Δικαιοσύνης. Όλα τα βασικά σημεία αυτού του νόμου περιλαμβάνονται σ’ αυτήν την παρουσίαση.[2]
Υπάρχει κι ένας άλλος ξεχωριστός νόμος που αφορά τη στείρωση των κατά συρροή εγκληματιών, και ο οποίος κρύβει πολλές παγίδες. Για την αποφυγή σύγχυσης και για να περιοριστεί η έκταση αυτού του άρθρου, δε θα γίνει προς το παρόν περαιτέρω αναφορά σ’ αυτόν. Θα ασχοληθούμε κυρίως με τις κληρονομικές ασθένειες και την πρόληψή τους, όπως αυτή περιγράφεται σ’ αυτό το γερμανικό πρόγραμμα. Για τους ίδιους λόγους δε θα ασχοληθούμε ούτε με άλλους νόμους που έχουν να κάνουν με την προώθηση του γάμου και την αύξηση των γεννήσεων, με τις κληρονομιές γης, με το δημόσιο και με τους νόμους περί φυλετικών διακρίσεων.
Πέρασα έξι μήνες στη Γερμανία, διασχίζοντας πάνω από 10.000 χιλιόμετρα και περνώντας από όλες τις μεγάλες περιοχές της χώρας. Είχα την τιμή να συναντήσω κάποιους απ’ τους ηγέτες του τρέχοντος καθεστώτος, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τους καινούργιους τρόπους ανοικοδόμησης του κοινωνικού συστήματος. Δε συμφωνούσα σε όλα με τη γνώμη τους. Αλλά δεν είχαν καμία αντίρρηση να μου το επιτρέψουν αυτό. Οι πρακτικές της δημόσιας υγείας αυτής της χώρας είναι σχετικά σταθερές και φτιαγμένες για να ταιριάζουν με τις συνθήκες που επικρατούν στη Γερμανία και, πέρα από αλλαγές στα πρόσωπα και τις χρηματοδοτήσεις, δεν διαταράσσονται σημαντικά. Η πιο ενδιαφέρουσα καινούργια κίνηση είναι το πρόγραμμα φυλετικής υγιεινής της κυβέρνησης, κομμάτι του οποίου είναι και αυτό το πρόγραμμα στειρώσεων.
Για έναν εξωτερικό παρατηρητή είναι εύκολο να εντοπίσει αρκετούς απ’ τους λόγους που η κυβέρνηση παρουσίασε, έτσι ξαφνικά, ένα τέτοιο πρόγραμμα στειρώσεων. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι Γερμανοί πρέπει στο άμεσο μέλλον να ζήσουν μόνοι τους μέσα στα σύνορά τους κι έτσι εξαρτώνται περισσότερο από ποτέ απ’ τους δικούς τους πόρους και μόνο. Αυτοί οι πόροι έχουν ελαττωθεί κατά πολύ. Επομένως, ο υπάρχων σωρός με κοινωνικά ανεύθυνους αποτελεί εμπόδιο και μεγάλη σπατάλη.
Ο κόσμος έχει αποκτήσει μια νοοτροπία που συνηθίζει εύκολα τις αλλαγές. Τον τελευταίο χρόνο έχουν γίνει τόσες κολοσσιαίες αλλαγές πάσης φύσεως, που άλλη μια καινοτομία δε φαίνεται ξεχωριστή. Απ’ τη στιγμή που ο κόσμος δέχεται τις αλλαγές, δεν αποτελεί και κανένα μεγάλο άλμα η πεποίθηση ότι η γέννηση και η ανατροφή ανθρώπων δεν αποτελεί έμφυτο δικαίωμα οποιουδήποτε ενήλικα διαθέτει τα απαραίτητα ανατομικά όργανα, αλλά αντίθετα αποτελεί προνόμιο που πρέπει να ασκείται προς όφελος του ατόμου, της οικογένειας, της κοινότητας και του κράτους. Το κράτος δεν έχει καθορίσει ποιος μπορεί να γίνει γονέας, αλλά τόσο μ’ αυτόν όσο και με άλλους νόμους έχει καθορίσει σαφώς ποιος και γιατί δεν επιτρέπεται να γίνει γονέας.
Για να εξηγήσουμε την οικονομική λογική πίσω απ’ αυτό το πρόγραμμα δεν αρκεί να αναφέρουμε ως αιτία μόνο τα προβλήματα που έχει η Γερμανία απ’ το εξωτερικό της – πολεμικές αποζημιώσεις, δημόσιο χρέος και ιδιωτικά χρέη που προκλήθηκαν λόγω του πολέμου, απώλεια των αποικιών της, και πτώση του εξαγωγικού εμπορίου· ούτε αρκούν τα εσωτερικά βάρη όπως η μακρόχρονη προσπάθεια ανάκαμψης απ’ τον πληθωρισμό του 1923, την ανεργία, τον πόλεμο και τις συντάξεις των ηλικιωμένων. Άλλωστε τα ίδια προβλήματα τα έχουν κι άλλα κράτη.
Υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που καταδεικνύουν πιο ευθέως την αναγκαιότητα ενός προγράμματος στειρώσεων. Η απογραφή της 16ης Ιουνίου 1933 εμφάνιζε συνολικό πληθυσμό 66.165.879.[3] Απ’ αυτούς οι 738.334 έχουν τις ακόλουθες αναπηρίες[4]:
Σωματικά ανάπηροι…429.654
Πνευματικά ανεπαρκείς…230.112
Κωφάλαλοι…45.376
Τυφλοί…33.192
Μια άλλη κατηγορία περιλαμβάνει 167.854 άτομα και αναφέρει όσους χρήζουν φροντίδας σε ίδρυμα[5]:
Φρενοβλαβείς και επιληπτικοί – 302 άσυλα με 141.910 κλίνες
Νοητικά Καθυστερημένοι – 92 άσυλα με 24.519 κλίνες
Χρόνια Εξαρτημένοι απ’ το αλκοόλ και τα ναρκωτικά – 33 άσυλα με 1.425 κλίνες
Στις 31 Μαρτίου 1932 υπήρχαν 3.854.520 άτομα που λάμβαναν κρατική χρηματοδότηση. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν μόνο 40.614 ανάπηροι πολέμου και 216.199 άνεργοι. Αυτά τα λιγοστά στοιχεία απ’ την Στατιστική Απογραφή της Γερμανίας για το 1933 δίνουν μια εικόνα απ’ τα εσωτερικά βάρη που ήταν αναγκασμένο να σηκώσει το γερμανικό κοινωνικό σύστημα.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη ότι η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να βρει τρόπους να ελαφρύνει αυτά τα βάρη. Για κάποιον που ζει εκεί για πάνω από λίγους μήνες, ένα τέτοιο πρόγραμμα στειρώσεων φαντάζει απολύτως λογική κίνηση.
Από τη μία, η κυβέρνηση κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι της για να οργανώσει τα 1.700 πρωτοβάθμια και τα 27 ανώτερα Δικαστήρια Κληρονομικών Ασθενειών. Από την άλλη έχει αρχίσει να κάνει εκτεταμένη, πολύπλευρη και σκληρή προπαγάνδα. Υπό την καθοδήγηση του Γερμανικού Ιατρικού Συλλόγου, ετοιμάζονται 17 ειδικές ταινίες. Άλλες ταινίες έχουν ήδη ετοιμαστεί και προβληθεί. Με κρατική χρηματοδότηση έχουν αρχίσει και εκδίδονται ειδικά περιοδικά που ασχολούνται με όλες τις πτυχές του προβλήματος της φυλετικής υγιεινής. Έχουν καλεστεί με κυβερνητική πρωτοβουλία δεκάδες ειδικά συνέδρια για γιατρούς. Στο ένα που συμμετείχα, 498 γιατροί πλήρωσαν από 5 μάρκα ο καθένας για την εγγραφή στο τριήμερο συνέδριο. Καθίσαμε από τις 9 το πρωί ως τη 1 το μεσημέρι, και αφού φάγαμε μας πήγαν να επισκεφτούμε νοσοκομεία και ιδρύματα όπου μας παρουσίασαν συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών πάνω στις οποίες συζητήσαμε. Σε ένα άλλο παρόμοιο ιατρικό συνέδριο, το σεμινάριο διαρκούσε 7 ημέρες, κόστιζε 25 μάρκα και είχαν δηλώσει συμμετοχή τόσοι γιατροί που οι θέσεις είχαν εξαντληθεί. Τέτοια εκπαιδευτικά σεμινάρια γίνονται με μεγάλη επιτυχία σ’ ολόκληρη τη χώρα, πέρα απ’ τις σκληροπυρηνικά καθολικές περιοχές.
Ένα παράδειγμα κρατικά χρηματοδοτούμενης προπαγάνδας που εμφανίστηκε στις εφημερίδες είναι το παρακάτω άρθρο που στάλθηκε απ’ το Βερολίνο και εμφανίστηκε σε διάφορες περιοχές της χώρας[6]:
Την 1η Ιανουαρίου τίθεται σε ισχύ ο νόμος περί της πρόληψης της γενετικής προδιάθεσης των ασθενειών. Μέχρι τότε, θα έχουν δημιουργηθεί 1.700 Δικαστήρια Κληρονομικών Ασθενειών και 27 Ανώτατα Δικαστήρια Κληρονομικών Ασθενειών σε ολόκληρη τη χώρα.
Διεξάγονται επιστημονικές έρευνες για να καθοριστεί ο αριθμός αυτών που πρέπει να στειρωθούν άμεσα. Εκτιμάται πως ο αριθμός τους είναι γύρω στις 400.000 συνολικά και αφορά όλο το φάσμα των 9 ασθενειών που ορίζει ο νόμος ως κληρονομικές. Το μεγαλύτερο μέρος τους, οι μισοί για την ακρίβεια, είναι αυτοί που πάσχουν από εκ γενετής νοητική υστέρηση. Στον αριθμό των 400.000 περιλαμβάνονται περίπου ισόποσα άντρες και γυναίκες.
Υπάρχουν πληροφορίες και για το κόστος που απαιτείται προκειμένου να καταστεί ένα άτομο άκαρπο. Με τον καιρό και καθώς η εμπειρία θα αυξάνει, το κόστος αυτό θα μειωθεί δραματικά. Σήμερα το κόστος της επέμβασης σε έναν άντρα υπολογίζεται στα 20 μάρκα. Είναι τόσο απλή που ο άντρας χρειάζεται να μείνει στο κρεβάτι μόνο για τέσσερις μέρες μετά την επέμβαση. Αν υπολογίσουμε 200.000 άντρες, το συνολικό κόστος είναι περίπου 4 εκατομμύρια μάρκα. Η επέμβαση στις γυναίκες είναι λίγο πιο περίπλοκη. Απαιτεί τουλάχιστον 8 μέρες στο νοσοκομείο και το κατά κεφαλήν κόστος είναι περίπου 50 μάρκα· επομένως, η στείρωση 200.000 γυναικών θα κοστίσει 10 εκατομμύρια μάρκα.
Αυτά τα 14 εκατομμύρια μάρκα θα αποτελέσουν ένα σημαντικό βάρος στα πρώτα χρόνια του προγράμματος. Αλλά είναι μια επένδυση με τόσο πλούσιο επιτόκιο όσο δεν έχει αποφέρει κανένα άλλο κεφάλαιο ποτέ. Ο καθηγητής Λεντς έχει υπολογίσει ότι οι κληρονομικά ασθενείς κοστίζουν στο κράτος τουλάχιστον 350 εκατομμύρια μάρκα το χρόνο. Το ποσό που υπολογίζει ο Φρίντριχ Μουργκντόρφερ διαφέρει μόνο κατά 1 εκατομμύριο μάρκα. Σε σχέση με αυτά τα ποσά, τα 14 εκατομμύρια μάρκα που απαιτούνται είναι εντελώς αμελητέα. Μετά από 10, 20, ή 30 χρόνια, είναι απολύτως βέβαιο ότι τα ετήσια έξοδα των εκατοντάδων εκατομμυρίων μάρκων που καταβάλλονται για τους κληρονομικά ασθενείς θα μειωθούν σημαντικά. Η επένδυση αυτών των 14 εκατομμυρίων θα γίνει κατά κύριο λόγο από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι μόνες αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί μέχρι στιγμής προέρχονται κατά κύριο λόγο απ’ την επιρροή της καθολικής εκκλησίας. Αυτή η επιρροή περνά μέσα από διάφορους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, τόσο εντός όσο και εκτός της Γερμανίας. Οι αντιρρήσεις δε μπορούν να εκφραστούν ανοιχτά απ’ το Καθολικό κόμμα, γιατί κι αυτό το κεντρώο κόμμα έχει διαλυθεί μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Ούτε η καθολική εκκλησία, ούτε η γερμανική κυβέρνηση δείχνουν διατεθειμένοι να συμβιβαστούν. Η μόνη λύση ίσως να είναι η αποδοχή της πρότασης που συζητιέται τώρα: να αναλάβει η εκκλησία την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη της φροντίδας όσων μελών της βρίσκονται εντός των πεδίων αυτού του νόμου και τα οποία ειδάλλως θα στειρωθούν. Έπειτα βέβαια δημιουργείται το ερώτημα του πόσο θα πρέπει να ιδρυματοποιηθούν όλοι αυτοί οι μη-στειρωμένοι κληρονομικά ασθενείς για να προφυλαχθούν οι κοινότητες στις οποίες ζουν. Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Από τότε που τέθηκε σε ισχύ αυτός ο νόμος, οι άδειες που είθισται να λαμβάνουν οι έγκλειστοι των φρενοκομείων καταργήθηκαν ώστε να μη λάβουν χώρα ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Ο νόμος θα εφαρμοστεί σε ευρεία κλίμακα πρώτα σε τέτοιου είδους ιδρύματα και με προτεραιότητα σ’ όσους πρόκειται να αποδεσμευθούν και στους νοητικά καθυστερημένους. Τον Μάρτιο, επιστρέφοντας απ’ τα Βαλκάνια, θα ξαναπεράσω απ’ τη Γερμανία και θα ανανεώσω κάποιες απ’ τις υπάρχουσες επαφές μου για να εξασφαλίσω κι άλλες πληροφορίες για το ποιες ήταν οι εμπειρίες της Γερμανίας από τότε που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος
[1] Reichsgesetzblatt, Teil 1, No. 86, 25 Ιουλίου 1933.
[2] Δύο αντίτυπα της αυθεντικής κυβερνητικής διακήρυξης βρίσκονται στα αρχεία του Αμερικανικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, διαθέσιμα σε όποιον επιθυμεί να τα μελετήσει αυτοπροσώπως.
[3] Statistisches Jahrbuch fuer das Deutsche Reich, 1933, σ. 5.
[4] Ό.π., σ. 506.
[5] Ό.π., σ. 507.
[6] Dresdner Neueste Nachrichten, 21 Δεκεμβρίου 1933, σ. 3.