[print_link]
Οπότε ήταν 16 Ιανουαρίου του 2020. Τα καπιταλιστικά κράτη αντιμετώπιζαν την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση επί είκοσι χρόνια. Εμπλέκονταν σε εμπορικό πόλεμο και σε πραγματικό πόλεμο, επίσης επί είκοσι χρόνια. Και ο Liu He, ειδικός των εμπορικών διαπραγματεύσεων του κινεζικού κράτους, γυρνούσε απογοητευμένος στην Κίνα. Οι διαπραγματεύσεις με το κράτος των ΗΠΑ είχαν αποτύχει. Οι αμερικανικοί, ευρωπαϊκοί, μεξικανικοί και καναδέζικοι δασμοί στον κινεζικό χάλυβα θα έμεναν στη θέση τους, μαζί με όλους τους υπόλοιπους δασμούς. Κατά συνέπεια, σημαντικό τμήμα των κινεζικών παραγωγικών δυνατοτήτων θα παρέμεναν «υπερβάλλουσες».
Ναι. Αλλά τι ακριβώς είναι αυτές οι «κινεζικές παραγωγικές δυνατότητες»; Και τι πάει να πει «υπερβάλλουσες»; Κάτι τέτοιες ερωτήσεις μας φέρνουν για άλλη μια φορά αντιμέτωπους με τα γνωστά ζητήματα περιορισμένης κλίμακας που ενίοτε μας απασχολούν από το 2010 και μετά.
1. Η Κίνα και η «παγκοσμιοποίηση» (1950-2010)
Το 2016 η Κίνα μπορούσε να περιγράφεται σαν «το εργοστάσιο του πλανήτη». Είναι δύσκολο να περιγραφεί το μέγεθος αυτού του εργοστασίου με μία φράση, αλλά βρήκαμε μία. Όπως μας λέει κάποιος Yi Wen, που το 2016 ανέλαβε το σχετικό έργο, «σήμερα, λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι πλήρως βιομηχανοποιημένο· αν όμως η Κίνα ολοκληρώσει επιτυχημένα την εκβιομηχάνισή της, ένα επιπλέον 20% του παγκόσμιου πληθυσμού θα εισέλθει στους σύγχρονους καιρούς».[1]
Αυτή η τεράστιας σημασίας ιστορική διαδικασία, η προλεταριοποίηση των αγροτικών πληθυσμών της Κίνας, εξελίσσεται εδώ και σαρανταπέντε χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στο σημείο έναρξης βρίσκουμε δύο αλληλένδετα γεγονότα. Το ένα ήταν τα κινήματα που συγκλόνισαν τον κόσμο κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Το άλλο ήταν η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς, τον Αύγουστο του 1971.
Όπως έχουμε δει αλλού, τα δύο γεγονότα σχετίζονται μεταξύ τους.[2] Η καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, τα κατά Eric Hobsbawm «Χρυσά Χρόνια», δηλαδή η περίοδος μεταξύ του 1950 και του 1970, ήταν μια περιόδος ραγδαίας κεϊνσιανής καπιταλιστικής ανάπτυξης και σχετικής εσωτερικής ειρήνης, δηλαδή μια περίοδος «πραγματικής παγκοσμιοποίησης».[3] Ο κόσμος είχε οργανωθεί γύρω από δύο μεγάλα κρατικά μπλοκ, το ανατολικό και το δυτικό. Αυτά τα δύο μπλοκ είχαν οργανώσει τον πόλεμο αναμεταξύ τους διοχετεύοντας τις στρατιωτικές εντάσεις «στην περιφέρεια». Κατέπνιγαν τον πόλεμο μεταξύ των κρατών που τα αποτελούσαν, ή αν θέλετε «διατηρούσαν την εσωτερική τους συνοχή», μέσω περίπλοκων «πολυμερών» εμπορικών συμφωνιών.
Αναλυτικότερα: το μπλοκ στο οποίο ανήκε το ελληνικό κράτος είχε στηθεί γύρω από την «συμφωνία του Μπρέτον Γουντς». Τα κράτη μέλη αυτής της συμφωνίας, γνωστά και ως «δυτικός κόσμος», είχαν συμφωνήσει να παγώσουν τον εμπορικό πόλεμο αναμεταξύ τους, να αποφεύγουν δηλαδή κινήσεις όπως οι μονομερείς δασμοί και οι «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις» των εθνικών νομισμάτων τους.[4] Σε αντάλλαγμα, ένα από τα κράτη που μετείχαν στη συμφωνία, το κράτος των ΗΠΑ, ο πραγματικός νικητής του Β’ Παγκοσμιου Πολέμου, είχε συμφωνήσει να ανοίξει υπό όρους την εσωτερική του αγορά σε όλους τους υπόλοιπους, δίχως να επιβάλλει εξοντωτικούς δασμούς.
Αυτή η περίπλοκη συμφωνία είχε επιπλέον συστατικά, όπως μια παγκόσμια τράπεζα που ονομαζόταν «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (ΔΝΤ) και είχε έργο να εξομαλύνει τις κρατικές χρεοκοπίες και να αποτρέπει, μέσω δανεισμού, τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων. Μια παγκόσμια στρατιωτική συμμαχία που λεγόταν ΝΑΤΟ και, εκτός που εξήγαγε τον πόλεμο με το άλλο μπλοκ στην «περιφέρεια», έλεγχε τις «αμυντικές δαπάνες» προσέχοντας να αποδίδει τμήμα τους στην βιομηχανία όπλων των ΗΠΑ. Επίσης μια «γενική συμφωνία περί δασμών και εμπορίου» (General Agreement on Tariffs and Trade, GATT), που εξασφάλιζε ότι κανείς δεν θα άρχιζε να επιβάλλει δασμούς όπου την πάρει, εφόσον όλοι συμμορφώνονταν με ορισμένες βασικές αρχές.
Ακολουθώντας αυτές τις «βασικές αρχές», το κάθε έθνος κράτος του «δυτικού μπλοκ», από το 1950 και μετά, απέκτησε μια θέση εντός ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Για να καταλάβετε τι εννούμε με τη φράση «παγκόσμιος καταμερισμός της εργασίας», ας αναφέρουμε ότι η περίοδος 1950-1970 ήταν η περίοδος κατά την οποία οι Έλληνες εφοπλιστές ανέλαβαν ένα καλό τμήμα της μεταφοράς πετρελαίου, που έως τότε οι αμερικανικές πετρελαϊκές διεξήγαγαν για λογαριασμό τους. Ήταν επίσης η περίοδος κατά την οποία ο «ελληνικός τουρισμός» αναδείχθηκε στην έτερη βασική εξαγωγική δραστηριότητα του ελληνικού κράτους. Όπως το πετρέλαιο, έτσι και οι τουρίστες, ήταν αρχικά Aμερικανοί. Η εννόηση του πεδίου μάχης «Αιγαίο» ως παιδότοπου για μαλακοπίτουρες εξωτερικού, είχε μαζί της τις καλές υπηρεσίες του αμερικανικού σινεμά – ο «Ζορμπάς» μετατράπηκε σε διεθνές συνώνυμο του Έλληνα, τόσο πολύ, που στο τέλος το συγκεκριμένο παραμύθι το πίστεψαν ως και οι Έλληνες οι ίδιοι.[5]
Αυτή η διευθέτηση κράτησε για είκοσι ανθηρά χρόνια και κατέρρευσε τον Αύγουστο του 1971, όταν οι ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς από τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς. Οι ΗΠΑ δεν δρούσαν από κακία, αλλά από ανάγκη. Ο ξεσηκωμός της εργατικής τάξης στο εσωτερικό τους είχε αυξήσει κατακόρυφα το κόστος εργασίας. Ο βασικός βιομηχανικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ εντός του δυτικού μπλοκ, δηλαδή η Γερμανία, αρνούνταν να ανατιμήσει το νόμισμά της και εργαζόταν για την κατασκευή μιας δικής του εμπορικής συμφωνίας που λεγόταν «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». Η Ιαπωνική βιομηχανία επίσης προέβαλλε απειλητική, αλλά βαριόμαστε να περιγράψουμε πώς τελικά μπήκε στη θέση της.[6] Ο πόλεμος στο Βιετνάμ εναντίον του άλλου μπλοκ δεν πήγαινε καθόλου καλά και οι «εταίροι του ελεύθερου κόσμου» αρνούνταν να βοηθήσουν.
Δεν αμφιβάλλουμε πως υπάρχουν και άλλα, που δεν τα ξέρουμε. Γεγονός πάντως παραμένει ότι τον Αύγουστο του 1971 (γιατί –να το ξέρετε- όλες οι μεγάλες καταστροφές Αύγουστο μήνα συμβαίνουν), οι ΗΠΑ αποχώρησαν «μονομερώς» και δίχως πολλές δημόσιες εξηγήσεις από τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι έμειναν άπραγες.
Η Κίνα άρχισε να μετατρέπεται σε «μέλος της παγκόσμιας κοινότητας» ακριβώς από το 1971 και μετά, με την ευγενή χορηγία των ΗΠΑ. Η αρχή ήταν κάπως ανεπαίσθητη: μια επίσκεψη του προέδρου Νίξον στην Κίνα το 1972, που κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα, περιελάμβανε συνάντηση με τον Μάο, και έγινε αντιληπτή ως προσπάθεια σύναψης μιας αντισοβιετικής συμμαχίας.[7] Όντως, ήταν και αυτό. Η λιγότερο πολυτραγουδισμένη όψη του πράγματος ήταν η χρήση της κινεζοαμερικανικής σχέσης ενάντια στους «εταίρους του δυτικού κόσμου».
Όπως είπαμε, η συνθήκη του Μπρέτον Γουντς ήταν οργανωμένη γύρω από έναν παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Η Κίνα είχε να προσφέρει σε αυτόν τον καταμερισμό ένα νέο στοιχείο: ένα ατελείωτο πλήθος αγροτών, εκατοντάδες εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες που θα μπορούσαν να μετατραπούν, σταδιακά, υπό προϋποθέσεις, αν όλα πήγαιναν καλά, σε βιομηχανικούς προλετάριους. Αυτή η διαδικασία προλεταριοποίησης των κινέζων αγροτών είναι αυτό που που συνεισφέρει το κινεζικό κράτος στην «παγκόσμια κοινότητα» από το 1972 και μετά. Η Κίνα σταδιακά μετατράπηκε στη μεγαλύτερη πηγή εργασίας του πλανήτη, ένα παγκόσμιο «μπαντουστάν», όπου η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (δηλαδή οι γενικές συνθήκες ύπαρξης της εργατικής τάξης) πολλές φορές διεξάγεται με προκαπιταλιστικούς όρους, εξασφαλίζοντας χαμηλό κόστος εργασίας.[8]
Η διαδικασία έμοιαζε με αυτήν που, μεταξύ 1950 και 1970, είχε μετατρέψει τη Γερμανία από ίσωμα σε βιομηχανική δύναμη πλανητικής εμβέλειας: μετανάστευση αγροτών, που καταλήγουν να δουλεύουν σε φορντικές αλυσίδες συναρμολόγησης. Η διαφορά ήταν ότι το κινεζικό κράτος, πολύπειρο στη διαχείριση πληθυσμών και πολύ δυσκολότερο να δεχτεί στρατιωτικό εξαναγκασμό, διασφάλισε εξαρχής ότι η μετανάστευση, η προλεταριοποίηση και η εκμετάλλευση του απέραντου κινεζικού εργατικού δυναμικού θα γινόταν κατά βάση στο εσωτερικό της κινεζικής επικράτειας, υπό την εποπτεία των κινεζικών κρατικών θεσμών.
Οι διαδικασίες σαν και αυτές που έλαβαν χώρα στην Κίνα από το 1975 και μετά, είναι ιδιαιτέρως δυσνόητες για Έλληνες, κυρίως λόγω παντοδύναμου αριστερού σακατέματος. Πράγματι, οι καλοί αριστεροί διανοούμενοι, μάς έχουν μάθει να τοποθετούμε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «άμεσες ξένες επενδύσεις» κάτω από την ταμπέλα «ξεπούλημα». Ο μπασταρδεμένος Καρλ Μαρξ, από την άλλη, μπορεί να είναι πολύ βοηθητικότερος για την κατανόηση της διαδικασίας.
Δηλαδή: τι ξεπούλημα και μαλακίες! «Επένδυση» σημαίνει ότι ο καπιταλιστής εξωτερικού πληρώνει χρήμα για να αποκτήσει το δικαίωμα να στήσει παραγωγικές διαδικασίες εντός μιας ξένης επικράτειας. Πληρώνει δηλαδή το κράτος που ελέγχει την επικράτεια, και σε αντάλλαγμα αποκτά δικαίωμα εκμετάλλευσης της εργασίας με τους όρους που το κράτος έχει εξασφαλίσει εντός της επικράτειας, προφανώς κλωτσώντας την εργατική τάξη επί αιώνες. Το χρήμα του καπιταλιστή εξωτερικού, που κατ’ αυτόν τον τρόπο εισέρχεται στο εσωτερικό της επικράτειας, μπορεί να μετατραπεί άμεσα σε «δάνεια», δηλαδή να μετατραπεί σε κεφάλαιο για λογαριασμό των ντόπιων καπιταλιστών. Ούτε «ξεπούλημα», ούτε «εξάρτηση» εδώ, εκτός βέβαια από την εξάρτηση των καπιταλιστών από την κρατική ισχύ – πρόκειται ακριβώς για την εξάρτηση που κάθε καλός μαρξιστής της αντιπαγκοσμιοποίησης έπρεπε να αποκρύπτει επί πενήντα χρόνια.
Η πρακτική εφαρμογή όλων αυτών στην περίπτωση «Κίνα» και «δεκαετία του ’70», είχε ως εξής: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο τυχαίος Αμερικανός (ή και Ιταλός) καπιταλιστής αντιμετώπιζε δύο ειδών προβλήματα. Το πρώτο πρόβλημα ήταν ο ταξικός ανταγωνισμός στο εσωτερικό της χώρας του, η γενική εργατική μικροεξέγερση που οδηγούσε σε αύξηση των μεροκάματων και ακόμη χειρότερα σε βαθιά αμφισβήτηση της κοινωνικής και εργασιακής πειθαρχίας. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ο ανταγωνισμός των καπιταλιστών εξωτερικού, Γερμανών, Ιαπώνων και πάει λέγοντας, που βασισμένοι στη μετανάστευση ή τις ειδικές συνθήκες αναπαραγωγής εντός της επικράτειάς τους, μπορούσαν να κρατήσουν το κόστος εργασίας χαμηλότερα, συνεπώς να καθιστούν τα εμπορεύματά τους «ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά».
Η μετανάστευση του αμερικανού καπιταλιστή στην Κίνα, μπορούσε να λύσει και τα δύο προβλήματά του με μία κίνηση. Σταδιακά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, αναλόγως διακρατικών συμφωνιών, το κινεζικό κράτος συμφώνησε να επιτρέπει σε επίλεκτους ξένους καπιταλιστές να εκμεταλλεύονται την εργασία των κινέζων εργατών με όρους Κίνας και κατόπιν να πουλούν τμήμα των παραγόμενων εμπορευμάτων στην απέραντη κινεζική αγορά. Για όποιον κατόρθωνε τον άθλο και πλήρωνε το απαραίτητο τίμημα, η ανταμοιβή ήταν λαχαταριστή: τέρμα η εργατική απειθαρχία, τέρμα οι υψηλοί μισθοί, συνεπώς τέρμα και ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό.
Χάρη στις καλές υπηρεσίες των συνδικάτων και των μαρξιστών διανοουμένων, η μετάβαση των ξένων καπιταλιστών στην Κίνα έγινε αντιληπτή ως «κεφάλαιο που κάνει ό,τι θέλει», «ξεφεύγει από τα δεσμά του κράτους», «εξαϋλώνεται» και πάει λέγοντας. Η διαδικασία συγκαλύφθηκε υπό την παραπλανητική ταμπέλα της «πολυεθνικής εταιρείας» και τελικά της «παγκοσμιοποίησης». Στην πραγματικότητα, οι «πολυεθνικές εταιρείες», καθόλου πολυεθνικές δεν ήταν. Η διαδικασία δημιουργίας τους ήταν μια διαδικασία οργανωμένη από τα έθνη κράτη, μια διαδικασία αδύνατη δίχως την κρατική επίβλεψη και παρότρυνση, μια διαδικασία που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν λάβουμε υπ’ όψη την ιστορία του παγκόσμιου διακρατικού ανταγωνισμού.
Τα κράτη προέλευσης των καπιταλιστών καθόλου δεν επιθυμούσαν να τους «συγκρατήσουν». Αντιθέτως τους ενθάρρυναν. Και φυσικά κανόνιζαν με το κινεζικό κράτος, ώστε η υπεραξία που παραγόταν από την εκμετάλλευση της κινεζικής εργατικής δύναμης να εισάγεται εκ νέου στην πραγματική εθνική επικράτεια των καπιταλιστών ως φόροι, ως «τοπική δραστηριότητα» και ως «εισαγωγές από την Κίνα» που θα πουλιούνταν στην τοπική αγορά (στην πραγματικότητα μεγάλο τμήμα των «εισαγωγών από την Κίνα» δεν είναι και τόσο «εισαγωγές»· αναλογιστείτε το πράγμα μόνοι σας με εργαλείο όσα έχουμε μάθει ως εδώ). Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Apple ή η Volkswagen κατασκευάζουν κινητά τηλέφωνα και αυτοκίνητα στην Κίνα, πουλούν πολλά από αυτά εντός Κίνας, αλλά πουλούν και πολλά περισσότερα αλλού, παραμένοντας εταιρείες με βαθιά καθορισμένη εθνική ταυτότητα.
Το κινεζικό κράτος, από τη μεριά του, καθόλου δεν «ξεπουλούσε»: ήταν ο ένας από τους εταίρους της διαδικασίας, και μάλιστα αυτός με τη μεγαλύτερη ισχύ. Η θέση που σταδιακά διεκδίκησε στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, ήταν ίσως η πλέον νευραλγική: η πειθάρχηση του εργατικού δυναμικού του νέου εργοστασίου του πλανήτη, η διατήρηση της συνοχής της κινεζικής κοινωνίας ενώ όλα έρχονταν τούμπα, η οργανωμένη διεξαγωγή του πιο πρόσφατου και πιο κολοσιαίου κύματος «πρωταρχικής συσσώρευσης» στην ανθρώπινη ιστορία – όλα τούτα, ούτε εύκολα ήταν, ούτε ευκαταφρόνητα, ούτε δίχως όφελος για την κινεζική αστική τάξη.
Όντως, το χρήμα των ξένων καπιταλιστών εισερχόταν στην κινεζική επικράτεια μέσω «άμεσων ξένων επενδύσεων», και το κινεζικό κράτος φρόντισε να το χρησιμοποιήσει με όλους τους τρόπους του κόσμου. Κάποιοι από αυτούς τους τρόπους ήταν τακτικής φύσεως, οδηγώντας στην παροιμιώδη κινεζική «διαφθορά» που με τη σειρά της ενίοτε οδηγεί σε μαζικές εκτελέσεις κρατικών αξιωματούχων. Οι σημαντικότεροι τρόποι όμως, ήταν στρατηγικής φύσεως. Το κινεζικό κράτος χρησιμοποίησε τη διαδικασία για να μάθει πώς να στήνεις βιομηχανικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις στο ειδικό κινεζικό περιβάλλον και πώς να τις καθιστάς ανταγωνιστικές διεθνώς. Έμαθε να βάζει στα προαπαιτούμενα των «άμεσων ξένων επενδύσεων» τη μεταφορά τεχνολογίας, και να αδιαφορεί για τα «πνευματικά δικαιώματα», καλύπτοντας επιστημονική και τεχνολογική υστέρηση που ειδάλλως θα χρειάζονταν αιώνες ή πόλεμο για να καλυφθεί. Χρησιμοποίησε το εισαγόμενο μέσω «επενδύσεων» χρήμα για τη δημιουργία μιας κινεζικής αστικής τάξης, σάρκα από τη σάρκα του ΚΚΚ, και διασφάλισε πως αυτή η αστική τάξη θα νεμόταν καλό μερίδιο της εκμετάλλευσης της εργασίας εντός της κινεζικής επικράτειας. Και φυσικά υποστήριξε τη δημιουργία μιας κυριολεκτικά απέραντης εργατικής τάξης και μαζί μιας εξίσου απέραντης καπιταλιστικής αγοράς. Στην πορεία, εκμεταλλεύτηκε την ήδη μακραίωνη σχετική τεχνογνωσία του, για να μετατραπεί στον μεγαλύτερο οργανισμό μαζικής πειθάρχησης του πλανήτη.
Αυτή η διαδικασία εξελίσσεται εδώ και σαράντα χρόνια. Η άγνωστη γλώσσα του νέου προλεταριάτου, η βαθύτατα ρατσιστική δυτική οπτική, η αριστερά ως διανοητικό σακάτεμα, και φυσικά τα πτυχία οικονομικών από το ΟΠΑ, όλα μαζί διασφάλισαν πως η διαδικασία περνούσε σχετικά απαρατήρητη. Εντελώς απαρατήρητη, αν λάβει κανείς υπ’ όψη την πραγματική της κλίμακα και σημασία.
Πολύ πιο απαρατήρητη από όσο θα ‘πρεπε.
Αυτά μέχρι πρόσφατα.
2. Η Κίνα και η καπιταλιστική κρίση 2010-2020.
Ειδικά από το 1990 και μετά, οι διαδικασίες που είχαν μπει σε κίνηση από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 επιταχύνθηκαν. Η Κίνα μετατράπηκε στον μεγαλύτερο αποδέκτη «άμεσων ξένων επενδύσεων» του πλανήτη. Το αποτέλεσμα υπήρξε συγκλονιστικό, τόσο που να είναι ιδιαιτέρως δύσκολο στην περιγραφή, αλλά ας το δοκιμάσουμε παρόλ’ αυτά.
Που λέτε, το ένα τμήμα του πράγματος αφορούσε την «κατανάλωση». Αυτό σήμαινε ότι πολλές και ιδιαίτερα σημαντικές «πολυεθνικές» εταιρείες βάσιζαν όλο και σημαντικότερο τμήμα των πωλήσεών τους στην «αναπτυσσόμενη εσωτερική αγορά» της Κίνας. Αυτός είναι ο δρόμος μέσω του οποίου η μεγαλύτερη παρουσία της Starbucks εκτός ΗΠΑ, βρίσκεται στην Κίνα.[9] Tο 2018, η Volkswagen πούλησε πάνω από τρία εκατομμύρια αυτοκίνητα εντός Κίνας, μεταξύ των οποίων και το κινεζικό Volkswagen νούμερο τριάντα εκατομμύρια, αν μετρούσε κανείς από τις απαρχές των σχετικών ενασχολήσεων.[10] Μπορεί κανείς να συνεχίσει μόνος του. Γράψτε στη μπάρα της γνώσης όποιο όνομα εταρείας ή παραγωγικής διαδικασίας σάς κατέβει στην κούτρα[11] – δίπλα γράψτε China και πατήστε enter.[12]
Το δεύτερο τμήμα του πράγματος αφορούσε την «παραγωγή». Εδώ, όπως είδαμε, η Κίνα έπαιζε ακόμη σημαντικότερο ρόλο. Μέχρι τη δεκαετία που μόλις τελείωσε, τα εργοστάσια του κινεζικού μπαντουστάν αποτελούσαν τμήμα περίπου κάθε παραγωγικής διαδικασίας του πλανήτη. Η κατάσταση είχε επέλθει σταδιακά και ανεπαίσθητα. Όπως το περιέγραφε ο ειδικός του μάρκετινγκ Alex Saric, μια μαύρη ημέρα του 2020, «σας εγγυώμαι ότι οι περισσότερες εταιρείες [ενν. του πλανήτη] έχουν κάποιο βαθμό έκθεσης στην Κίνα τον οποίο δεν γνωρίζουν». Πόσο μάλλον όταν η «έκθεση» αφορούσε μηδαμινά αλλά αναγκαία αντικείμενα, όπως οι πυκνωτές.[13] Η παγκόσμια βιομηχανία ήταν δικτυωμένη γύρω από μια κινεζική παραγωγική καρδιά και ένα κυκλοφοριακό σύστημα μεταφορών με πλοίο που στη σχετική βιβλιογραφία ονομάζεται «δίκτυο εφοδιαστικών αλυσίδων».
Το πράγμα διέθετε και ένα τρίτο τμήμα, εξαιρετικά σημαντικό και εντελώς ανεπαίσθητο, που το αναφέραμε ήδη: την πειθάρχηση του κινεζικού εργατικού δυναμικού. Οι «εφοδιαστικές αλυσίδες» και η «κατανάλωση» φαίνονταν να λειτουργούν «από μόνες τους». Όπως προσπάθησε να συγκαλύψει ο Μισέλ Φουκώ χωρίς να τα καταφέρει τελείως, κάθε σύστημα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης βασίζεται στην επιβολή μιας καθημερινής πειθαρχίας, όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός του χώρου εργασίας. Δυσανάλογο τμήμα της εργατικής πειθάρχησης που τροφοδοτούσε τις παγκόσμιες «εφοδιαστικές αλυσίδες», δηλαδή την παγκόσμια καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, διεξαγόταν επί Κινέζων εργατών εντός της επικράτειας που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κινεζικού κράτους.
Αλλά θα πρέπει να αφήσουμε αυτό το ενδιαφέρον σημείο για αργότερα. Γιατί για την ώρα θα πρέπει να στραφούμε στην καπιταλιστική κρίση. Όπως θα πρέπει να έχουμε θυμηθεί για τα καλά έπειτα από τα κεφάλαια 2 και 3, από το 2008 και μετά, τα έθνη κράτη χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν το πιο πρόσφατο ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Το έκαναν προσφεύγοντας σε μεθόδους «νομισματικής πολιτικής» και «προστατευτισμού» που είναι γνωστές από τον 16ο αιώνα και χρησιμοποιούνταν ήδη από τη δεκαετία του ‘90. Για δέκα χρόνια, όλο και πιο εντατικά, προχώρησαν σε «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων». Έκοψαν νόμισμα και το δάνεισαν «σε κράτη, νοικοκυριά και επιχειρήσεις», προβάλλοντας την καπιταλιστική κρίση στο μέλλον. Πραγματοποίησαν τεράστια δημόσια έργα με δανεικό κρατικό χρήμα. Υποτίμησαν την εργασία στο εσωτερικό τους με όλους τους τρόπους του κόσμου. Και πάνω απ’ όλα, προσπάθησαν να μεταθέσουν την κρίση στο εσωτερικό των ανταγωνιστών τους μέσω «αύξησης των εξαγωγών και μείωσης των εισαγωγών».[14]
Το κινεζικό κράτος, πλήρες μέλος της «παγκόσμιας κοινότητας», βρέθηκε στο επίκεντρο των σχετικών προσπαθειών. Και τις έφερε εις πέρας όσο καλύτερα γινόταν. Η κινεζική οικονομία, ακριβώς λόγω θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, ήταν βασισμένη στις εξαγωγές, δηλαδή διέθετε τεράστιο «πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου». Το κινεζικό κράτος χρησιμοποιούσε αυτό το πλεόνασμα για να αγοράζει δολάρια, υποτιμώντας έτσι το Γιουάν έναντι του δολαρίου. Με τα λόγια των αμερικανών ειδικών, «το γιουάν κρατιούνταν τεχνητά υποτιμημένο».[15]
Σε απάντηση, στρατηγικές κινεζικές εξαγωγές χτυπήθηκαν με όλους τους δασμούς του κόσμου από το 2010 και μετά. Εννοείται βέβαια ότι, για παράδειγμα οι δασμοί του Γερμανικού κράτους, δεν έπλητταν την Adidas, αλλά τα τμήματα της κινεζικής βιομηχανίας που βρίσκονταν υπό κινεζικό έλεγχο, όπως ο χάλυβας και η κλωστοϋφαντουργία εκτός της Adidas. Σε απάντηση το κινεζικό κράτος χρησιμοποίησε τεχνικές «ποσοτικής χαλάρωσης» για να υποστηρίξει το κινεζικό κεφάλαιο. Δηλαδή η κεντρική τράπεζα τύπωσε χρήμα και το δάνεισε στους «καταναλωτές» και τις «επιχειρήσεις» στο εσωτερικό. Ή το κράτος δανείστηκε φρεσκοτυπωμένα Γιουάν με στόχο την πραγματοποίηση «δημόσιων έργων», με πρώτα τα έργα των «Ολυμπιακών Αγώνων» του 2008.[16] Στο εσωτερικό της κινεζικής επικράτειας, η διαδικασία οδήγησε στη μετατροπή των περιοχών που «παρουσίαζαν υπερβάλλουσες παραγωγικές δυνατότητες» σε γιγαντιαία εργοτάξια· οι παμπάλαιες εργατικές πολυκατοικίες της Γουχάν βρέθηκαν να διαθέτουν οροφές στρωμένες με ολοκαίνουργια φωτοβολταϊκά.[17]
Στο εξωτερικό, η ίδια διαδικασία οδήγησε ίσως στο μεγαλύτερο πρόγραμμα δημόσιων έργων που έχει δει ο πλανήτης. Ο «νέος δρόμος του μεταξιού» που προσπάθησε να στήσει το κινεζικό κράτος, διόλου τυχαία ξεκίνησε να υλοποιείται από το 2013. Φαινομενικά επρόκειτο για μια προσπάθεια «υψίστης γεωπολιτικής σημασίας»: «να ενωθεί η Ευρασία», υποτίθεται υπό κινεζικό έλεγχο. Αν όμως λάβει κανείς υπ’ όψη το προφανές, ότι δηλαδή έλεγχος δίχως στρατό δεν γίνεται, και ότι ο κινεζικός στρατός δεν επιδεικνύει δυνατότητες εξωτερικού, το εγχείρημα γίνεται καλύτερα αντιληπτό ως προσπάθεια αντιμετώπισης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης μέσω της κατασκευής πυραμίδων.[18] Όντως, ο «νέος δρόμος του μεταξιού» ήταν ένα πρόγραμμα κατασκευής κολοσιαίων δημόσιων έργων. Αγωγοί, σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμοι και γέφυρες ων ουκ έστι αριθμός άρχισαν να χτίζονται εκτός κινεζικής επικράτειας χρησιμοποιώντας κρατικό κινέζικο χρήμα. Πιο συγκεκριμένα, το κινεζικό κράτος προθυμοποιούνταν να δανείσει αυτό το χρήμα σε «κράτη με ανάγκες», υπό σαφείς προϋποθέσεις: «δημόσια έργα» θα πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό του κράτους αποδέκτη, από κινεζικές εταιρείες που θα χρησιμοποιούσαν Κινέζους εργάτες.[19] Όσο για την προέλευση του απαιτούμενου χάλυβα, άνθρακα και τσιμέντου, νομίζουμε πως το ζήτημα δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα· λέγεται πάντως ότι από το 2010 μέχρι το 2014, η Κίνα χρησιμοποίησε περισσότερο μπετόν από ό,τι οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια ολόκληρου του εικοστού αιώνα.[20] Δεν ξέρουμε αν πρέπει αν πιστέψουμε τέτοιες διαπιστώσεις, αλλά το γεγονός παραμένει: το μέγεθος ετούτης της διάχυτης μπετονένιας πυραμίδας ήταν προφανώς ανάλογο του μεγέθους του κινεζικού καπιταλισμού. Ή ακριβέστερα, ανάλογο του μεγέθους των κινεζικών «παραγωγικών δυνατοτήτων» που ο εμπορικός πόλεμος είχε καταστήσει «υπερβάλλουσες».
Όσο γι’ αυτό το «υπερβάλλουσες»: όπως είδαμε ήδη, ο Καρλ Μαρξ του Μανιφέστου δεν είχε αμφιβολίες: οι «υπερβάλλουσες παραγωγικές δυνατότητες», όσα κόλπα και αν χρησιμοποιηθούν ενδιάμεσα, τελικά θα οδηγηθούν νομοτελειακά σε κάποιου είδους καταστροφή.[21] Εδώ έχει καλές πιθανότητες να βγει σωστός. Γιατί, όπως θα δούμε άμεσα, το κινεζικό κράτος είναι ο παράδεισος των ειδικών της καταστροφής.
Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, ίσως είναι καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη – αχίλλειο πτέρνα των απανταχού μαρξιστών διανοούμενων της αντιπαγκοσμιοποίησης («αχίλλειος πτέρνα», γιατί σε όλα τα άλλα είναι πολύ δυνατοί). Που λέτε, λόγω πρόσφατης και παλαιότερης ιστορίας, το κινεζικό κράτος είναι ο παράδεισος των ειδικών της πειθαρχίας.
Κι όσο για το τι σημαίνει αυτό, θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Η εβδομάδα που άλλαξε τον κόσμο
Το 1972 ο πρόεδρος Νίξον επισκέφτηκε την Κίνα για μία ολόκληρη εβδομάδα. Εδώ ο Τσου εν Λάι συστήνει στον κύριο Νίξον μια μελλοντική εργάτρια εργοστασίου (εντάξει· το μοναδικό μας στοιχείο ότι πρόκειται για μελλοντική εργάτρια εργοστασίου είναι το ύφος του κυρίου Νίξον).
Πρώιμη αντιπαγκοσμιοποίηση
Ξεπουλημένο συνδικάτο; Έχουμε!
Σύμβολα αντί για λέξεις και βία ως θέαμα; Έχουμε!
Ασαφή υπονοούμενα αριστερών ιδεών; Έχουμε!
«Πολυεθνικές» και «ξεπούλημα»; Έχουμε!
Έκκληση για μέτρα κρατικής προστασίας του εγχώριου κεφαλαίου μεταμφιεσμένη σε «αδιάλλακτη εργατική αντίσταση»; Έχουμε!
Το κράτος γούσταρε; Καραγούσταρε!
Τα αφεντικά γούσταραν; Εννοείται!
Γιατί το κράτος είναι οι ΗΠΑ, τα αυτοκίνητα είναι γιαπωνέζικα, η δεκαετία είναι του 1980 και οι σπάστες είναι τα μέλη του αμερικανικού συνδικάτου εργατών αυτοκινητοβιομηχανίας.
Η σύγχυση είναι αναμενόμενη. Γιατί προφανώς πρόκειται για τα πρώτα σκιρτήματα του «κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης», οπότε, και εξ ορισμού, ο βασικός στόχος είναι η σύγχυση.
Στα 90s, οι ίδιοι θεσμοί και οι ίδιες κοινωνικές φιγούρες έκαναν τα ίδια πράγματα – ακόμη αποτελεσματικότερα.
[1] Yi Wen, «China’s Rapid Rise: From Backward Agrarian Society to Industrial Powerhouse in just 35 Years», the Regional Economist, 12/4/2016. Εδώ: https://www.stlouisfed.org/publications/regional-economist/april-2016/chinas-rapid-rise-from-backward-agrarian-society-to-industrial-powerhouse-in-just-35-years
[2] Εδώ αναφερόμαστε στα λέγονται σχετικά στο «Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι τρελός, ή αλλιώς μια σύντομη ιστορία του κόσμου», Antifa #55, 3/2017. http://www.antifascripta.net/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%B7/%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%8255/tabid/255/Default.aspx. Όσοι δεν τα ήξεραν από πριν, πρόσφατα τιμωρήθηκαν σκληρά, επιδεικνύοντας ψυχαναγκαστική κοινωνική υπευθυνότητα επί δίμηνο, εκφράζοντας τον ψυχαναγκασμό τους με ειδική μεταμφίεση, και ζητώντας «κι άλλες ΜΕΘ» από μόνοι τους – φυσικά στο φέισμπουκ.
[3] Εδώ αναφερόμαστε σε ένα από τα ελάχιστα χρήσιμα συγγράμματα που διανέμονται στα προπτυχιακά των ελληνικών πανεπιστημίων. Eric Hobsbawm, Η Εποχή των Άκρων: Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας, Θεμέλιο, 2010.
[4] Για απάντηση στην ερώτηση «τι ‘ναι αυτούνα», προστρέξτε στο κεφάλαιο 3 (αποφασίσαμε να μην τα λέμε «ποστς» γιατί ξενερώναμε, οπότε τώρα τα λέμε «κεφάλαια»). Antifa Scripta, «Τι είναι ο εμπορικός πόλεμος», εδώ https://autonomeantifa77.wordpress.com/2020/05/02/no-21-%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b5%ce%af%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%b1-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%ce%b9%cf%8e%ce%bd-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b5%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%81%ce%b9/#more-3722.
[5] Πρόσφατα κάτι γράψαμε για τις απαρχές του ελληνικού τουρισμού. Δες «Τοπικές Κοινωνίες στην Εποχή του Εμφυλίου», antifa #69, 03/2020. H ταινία «Zorba the Greek» (1964), κέρδισε 4 από τα 16 Όσκαρ για τα οποία προτάθηκε, σημαντικό κατόρθωμα για μια ταινία που πραγματικά δε βλέπεται. Η υπόθεση: Ένας βρετανός συγγραφέας επισκέπτεται την Ελλάδα για δουλειές , αλλά γνωρίζει τον Αλέξη Ζορμπά. Είναι μια γνωριμία που αλλάζει τη ζωή του ολόκληρη… Σχετικά δες https://www.imdb.com/title/tt0057831/
[6] Αν έχετε τέτοιες ορέξεις γράψτε «U.S. Japan trade war 1980s» στη μπάρα της γνώσης. Το κλου είναι όταν ανακαλύπτεις τα επεισόδια από τα 80s, όπου πυρπολημένα Toyota εμφανίζονται να κοσμούν τους αμερικανικούς δρόμους. Πάλι καλά γιατί μας έχουν πει ότι στα ίντερνετς πρέπει να βάζεις και φώτος, κι εμείς τι θα βάζαμε σε τούτο εδώ; Τον Μάο;
[7] «Richard Nixon’s 1972 visit to China», Wikipedia.org, https://en.wikipedia.org/wiki/Richard_Nixon%27s_1972_visit_to_China
[8] Ο όρος «μπαντουστάν» προέρχεται από το Μπενζαμέν Κοριά, Ο Εργάτης και το Χρονόμετρο, Κομούνα, 1984. Το βιβλίο που χρησιμοποιήσαμε για μια πρώτη εξοικείωση με την Κίνα είναι το Loren Brandt & Thomas Rawski (eds.), China’s Great Economic Transformation, Cambridge University Press, 2008, ειδικά τα κεφάλαια 15 και 16. Ναι ρε μόνο αυτά! Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η επιμόρφωσή μας επί κινεζικών ζητημάτων έλαβε χώρα για δυο μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι τοποθετούνταν στα φέισμπουκς έχοντας διαβάσει μόνο τα φέισμπουκς των άλλων, τη βρίσκουμε… πληρέστατη. Ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψη το γεγονός ότι ποτέ σε αυτούς τους μήνες δε διαβάσαμε το φέισμπουκ κανενός!
[9] Lai Lin Thomala, «Number of Starbucks stores in China from 2005 to 2019», 1/4/2020, εδώ https://www.statista.com/statistics/277795/number-of-starbucks-stores-in-china/
[10] Για τις πωλήσεις της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Κίνα, δες ενδεικτικά τη χαρούμενη ανακοίνωση της Volkswagen, όπου όλες οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες σημειώνουν ρεκόρ πωλήσεων εντός Κίνας, «Volkswagen Group China achieves sales record in 2018», 11/1/2019, εδώ https://www.volkswagenag.com/en/news/2019/01/VW_China_deliveries_2018.html
[11] Για να δείτε τι κατέβηκε πρώτο στη δική μας κούτρα, Zoe Wood, «Adidas and Puma sales collapse in China amid coronavirus outbreak», The Guardian, 11/3/2020. Εδώ μαθαίνουμε ότι τo εν τρίτον των πωλήσεων των αγαπημένων μας γερμανικών, σόρυ, «πολυεθνικών» εταιρειών ένδυσης, και περίπου το σύνολο της παραγωγής τους, βασίζεται στις ευαρασιατικές εσχατιές του κόσμου. Διόλου παράξενο που, σύμφωνα με τους αρμόδιους της Puma, το αποτέλεσμα «του ιού» επί του κύκλου εργασιών της εταιρείας είναι «μη ποσοτικοποιήσιμο».
[12] Στην προηγούμενη υποσημείωση κάναμε πλάκα – το πρώτο που μας ήρθε στο μυαλό μόλις σκεφτήκαμε τη συγκεκριμένη χρήση της μπάρας της γνώσης, δεν ήταν adidas. Ήταν «καπνοβιομηχανία», μπας και εξηγηθεί η απαγόρευση του καπνίσματος ακόμη καλύτερα. Επειδή όμως έχουμε τσαντιστεί που όλα πρέπει να τα σκεφτόμαστε μόνες μας, τέρμα η μασημένη τροφή! Τη λέξη «καπνοβιομηχανία» να την τσεκάρετε αυτοπροσώπως.
[13] «Companies’ supply chains vulnerable to coronavirus shocks», Financial Times, 9/3/2020, εδώ https://www.ft.com/content/be05b46a-5fa9-11ea-b0ab-339c2307bcd4
[14] Οι σχετικές μέθοδοι και η εφαρμογή τους ως ιστορική διαδικασία περιγράφονται στα δύο προηγούμενα κεφάλαια· Antifa Scripta, «Εμπορικός πόλεμος δεν είναι μόνο η αύξηση των εξαγωγών» και Antifa Scripta, «Τι είναι ο Εμπορικός Πόλεμος».
[15] Η ίδια ακριβώς κατηγορία απευθυνόταν στη Γερμανία από τις ΗΠΑ το 1970, λίγο πριν την έξοδο από τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς. Για μια πρόσφατη περιγραφή του ζητήματος, να ένα άρθρο με τίτλο ανάλογο του περίφημου «τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε»: «Yuan Fall: Why is China’s Currency Getting Weaker?», BBC.com, 6/8/2019. Εδώ: https://www.bbc.com/news/business-49245654. Αν η δουλειά έχει γίνει καλά, τώρα πια μπορείτε να διαβάσετε τέτοια άρθρα από μόνοι σας. Το συγκεκριμένο είναι άλλωστε πολύ πιο βατό από τη σκέψη της Μιράντας Ξαφά.
[16] Όπως διαβάζουμε σε πρόσφατες συνεισφορές, έπειτα από δέκα χρόνια «ατελέσφορης νομισματικής πολιτικής», τα «κόκκινα δάνεια» στην Κίνα υπολογίζονται σε 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Δες Denise Wee & Rebecca Choong Wilkins, «Welcome to the $1.5 Trillion Minefield of Defaulted Chinese Debt», Bloomberg, 7/4/2020.
[17] Σχετικά δείτε το κεφάλαιο 1 «Ιστορία την ώρα που συμβαίνει».
[18] Μπροστά σε τούτο εδώ, τα έργα των ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων 2004 είναι πυραμίδες μπονζάι. Δείτε το κεφάλαιο 3 «Τι είναι ο εμπορικός πόλεμος».
[19] David Tweed, «China’s new silk road», Bloomberg, 16/4/2019.
[20] Για νούμερα σχετικά με την κινεζική οικονομία, μπορείτε να δείτε το «Trade War or Redistribution of wealth?», chuangcn.org, 20/12/2019. Το συγκεκριμένο κείμενο, ώρες ώρες μοιάζει να έχει γραφτεί από τη Μιράντα Ξαφά έπειτα από εγκεφαλικό, αλλά από πληροφορία σκίζει. Έχει μεταφραστεί από τους «Φίλους και Φίλες της Συνάντησης από Αθήνα και Θεσσαλονίκη» και μπορεί να βρεθεί εδώ: «Εμπορικός Πόλεμος ή Αναδιανομή του Πλούτου», https://yfanet.espivblogs.net/files/2020/04/trade-warletter-final.pdf. Η αναφορά για την κινεζική ανάλωση τσιμέντου βρίσκεται στη σελίδα 8 της ελληνικής μετάφρασης.
[21] Δείτε εδώ το απόσπασμα του κομουνιστικού μανιφέστου που ανασύραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο.